Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ηπείρου

 

Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Ηπείρου, παρά τις επιμέρους τοπικές μορφολογικές ιδιαιτερότητες, εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις ορεινές περιοχές. Οι μορφές των κτιρίων ενσωματώνονται αρμονικά στο γύρω φυσικό περιβάλλον, ενώ η διάταξή τους στο χώρο, όπως και η επιλογή της χωροθέτησης των οικισμών, γίνονται με κριτήρια το φυσικό ανάγλυφο, τον προσανατολισμό, τη θέα και καθοριστικούς κοινωνικούς λόγους (άμυνα, πολιτικοί, θρησκευτικοί, κ.λ.π. λόγοι).

 

Δημιουργία των οικισμών.

Στην πλειοψηφία τους οι οικισμοί δεν δημιουργούνται από το μηδέν, αλλά προέρχονται από τη σταδιακή συνένωση διάσπαρτων οικιστικών μονάδων - η παραδοσιακή κατοικία ήταν μια μονάδα που στέγαζε την οικογένεια (διευρυμένη οικογένεια) καλύπτοντας ανάγκες στέγης και εργασίας. Συνήθως οι οικισμοί αποτελούνται από συγγενειακές ομάδες, γεωργοκτηνοτροφικές, οργανωμένες σε μικροκοινωνίες. Υπάρχουν λίγα οργανωμένα τσελιγκάτα τα οποία πλαισιώνονται από μικροκτηνοτρόφους, που εξαρτούν από αυτά την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους (Νιτσιάκος 1994). Η μετάβαση στην εξελιγμένη κοινωνική οργάνωση, η οποία προήλθε από τη συνένωση διαφορετικών οικισμών σε ένα κέντρο - διοικητική μονάδα γίνεται κατά την Τουρκοκρατία, για λόγους άμυνας, ασφάλειας, επιβίωσης (οι ανάγκες λειτουργίας του οθωμανικού συστήματος υπαγόρευαν επίσης τη σύσταση κοινοτήτων - έλεγχος, είσπραξη φόρων). Η παραχώρηση προνομίων από τους Τούρκους, εξασφαλίζει την λειτουργία και κοινωνική εξέλιξη των κοινοτήτων. Πιθανά, η πρώτη ενιαία κοινοτική μορφή δημιουργείται τον 17ο αι. Οι ορεινές κοινότητες αποτελούν και καταφύγιο των διωγμένων από τα πεδινά, οικογενειών (Νιτσιάκος 1994). Συχνά, η αυξανόμενη πληθυσμιακή συγκέντρωση δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης (ανεπάρκεια φυσικών πόρων) με αποτέλεσμα το πέρασμα στην τεχνική εξειδίκευση. Έτσι εμφανίζονται ολόκληρα χωριά να εξειδικεύονται σε κάποια τέχνη - οικοδομική, ξυλογλυπτική, ζωγραφική, με την κτηνοτροφία και γεωργία να αποτελούν συμπληρωματικούς πόρους.

 

Πολεοδομική οργάνωση των οικισμών.

Η διάταξη των οικισμών είναι συνήθως, μονοκεντρική - τα κτίρια αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική πλατεία. Κοντά στο κέντρο βρίσκονται τα πλουσιότερα σπίτια, στις αμέσως επόμενες ζώνες τα λαϊκά, ενώ στην περίμετρο του οικισμού κατοικούν οι λιγότερο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες - οι γύφτοι συνήθως, οι οποίοι είναι κυρίως οργανοπαίχτες στα τοπικά πανηγύρια. Στη ζώνη αυτή συνυπάρχουν κατοικίες με εργαστήρια (σιδηρουργοί, μαραγκοί, χτίστες, μουσικοί) χωροθετημένα σε εκτάσεις που δεν προσφέρονται για καλλιέργειες (ανήλιαγες πλαγιές), ενώ στα όρια του οικισμού και σε κατάλληλα επιλεγμένα εδάφη βρίσκονται τα χωράφια με τις γεωργικές καλλιέργειες. Γύρω από την κεντρική πλατεία βρίσκονται τα δημόσια κτίρια, τα οποία είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα σπίτια και ιδιαίτερα προσεγμένα στην κατασκευή. Μορφολογικά ακολουθούν τους ίδιους κανόνες δόμησης. Τα δημόσια κτίρια σε συνδυασμό με την πλατεία συνθέτουν το κέντρο της δημόσιας ζωής. Εκεί γίνονται όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού, εκεί γίνεται η αγορά και οι εμπορικές συναλλαγές, οι πολιτικές συγκεντρώσεις των κατοίκων, οι γιορτές και οι χοροί. Βασικά κτίσματα που συναντά κανείς στην πλατεία είναι η εκκλησία, το σχολείο, η βρύση και το κοινοτικό κατάστημα (εκκλησίες υπάρχουν και σε άλλα σημεία του οικισμού, σε μικρότερες πλατείες). 

 

Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.

Υλικά δομής είναι η πέτρα (σχιστολιθική ή ασβεστολιθική) και το ξύλο. Ανάλογα με τα τοπικά φυσικά διαθέσιμα, η χρησιμοποίηση του ξύλου αφθονεί ή όχι. Τα κτίσματα κατασκευάζονται ολόκληρα από πέτρα (τοιχοποιία), η οποία μένει συνήθως ανεπίχριστη, ενώ το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουφωμάτων, δαπέδων, οροφών, χρηστικών αντικειμένων, κ.λ.π. Η επικάλυψη των κτιρίων γίνεται πάντα με στέγη (εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών) με ξύλινο σκελετό (ζευκτά) και σχιστόπλακα. Οι Ηπειρώτες εξελίσσονται σε μοναδικούς τεχνίτες της πέτρας και του ξύλου (μάστορες και ξυλογλύπτες), των οποίων η τέχνη αποτυπώνεται σε πλήθος έργων τόσο στην Ήπειρο, όσο και σε πόλεις των Βαλκανίων και της Ευρώπης. Είναι αξιοσημείωτη η εξειδίκευση ορισμένων χωριών σε μια τέχνη - οικοδομική, ζωγραφική, ξυλογλυπτική - η οποία πηγάζει από την ανάγκη για επιβίωση και τις δύσκολες συνθήκες του ορεινού τοπίου και ισχυροποιείται μέσα από την οργάνωση των κατοίκων σε ομάδες - συντεχνίες, την δημιουργία και χρησιμοποίηση μυστικής γλώσσας, τη μετάδοση του επαγγέλματος από γενιά σε γενιά, κ.λ.π.

Τα κτίσματα έχουν αυστηρή γεωμετρική μορφή, με λιτούς, καθαρούς όγκους. Η πρωταρχική μορφή της Ηπειρώτικης κατοικίας ήταν η μονόχωρη, ισόγεια καλύβα, με χωμάτινο έδαφος και εστία τοποθετημένη στο κέντρο. Η εστία χρησίμευε για τη θέρμανση και το μαγείρεμα. Στο πέρασμα του χρόνου η τυπολογία της κατοικίας εξελίχθηκε, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες των κατοίκων αλλά και με βάση την τεχνική εξέλιξη, για να φτάσει να αποτελεί μια σύνθεση κτισμάτων, διώροφων ή τριώροφων, τα οποία περιβάλλονται από περίκλειστη αυλή. Ο υπαίθριος χώρος της αυλής ήταν ζωτικός για την καθημερινή διαβίωση, αφού μέρος των δραστηριοτήτων γινόταν σ' αυτή. Περιβάλλονταν πάντα από ψηλό, πέτρινο τοίχο, ο οποίος προφύλασσε την ιδιωτική ζωή από το δημόσιο χώρο, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε προστατευτικά (αμυντικά). Λειτουργικά αποτελούσε τον ενδιάμεσο χώρο, την ομαλή μετάβαση από το έξω (δημόσιο) στο μέσα (ιδιωτικό). Το μέγεθος της αυλής ποικίλει ανάλογα και με το υπόλοιπο σπίτι και την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη.

Στο ισόγειο των σπιτιών τοποθετούνται όλοι οι βοηθητικοί χώροι - αποθήκες, χώροι για τα ζώα, κελάρια, μαγειρείο. Στον όροφο τοποθετούνται οι κύριοι χώροι διημέρευσης - δωμάτια (σάλα, δωμάτια ύπνου καλοκαιρινά και χειμερινά). Όλη η οικογένεια μοιράζεται τον ίδιο χώρο ύπνου (ένα ή δύο δωμάτια συνήθως). Τα σπίτια είναι απλά λαϊκά ή πλούσια αρχοντικά, ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης του ιδιοκτήτη. Επιπλέον, οι έμποροι φέρνουν μαζί τους από τα ταξίδια τους μορφολογικά στοιχεία δανεισμένα από τις χώρες που επισκέπτονται, τα οποία ενσωματώνουν και στην τοπική αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένα στις ελληνικές συνήθειες και ανάγκες.

Τα έπιπλα του Ηπειρώτικου σπιτιού είναι απλά, λιτά και στην πλειοψηφία τους ακίνητα - ενσωματωμένα κατάλληλα σε εσοχές των τοίχων και σε υψομετρικές διαφορές του δαπέδου. Λίγα είναι τα κινητά έπιπλα, τα οποία περιορίζονται στις κασέλες (αποθήκευση ρούχων) και στα χαμηλά τραπεζάκια. Τα ακίνητα έπιπλα, κατασκευασμένα όλα από ξύλο, είναι τα κρεβάτια, τα ερμάρια, οι βιβλιοθήκες, οι ντουλάπες. Τα περισσότερα, ιδιαίτερα στα πλούσια αρχοντικά, αποτελούν εξαιρετικά ξυλόγλυπτα έργα, ενώ οι κασέλες και οι ντουλάπες κυρίως, ζωγραφίζονται με ιδιαίτερο μεράκι. Ενδεικτικό της αγάπης των κατοίκων για την τέχνη και την ομορφιά, τα ζωγραφικά έργα που απεικονίζονται στις επιφάνειες των επίπλων είναι σκηνές από την καθημερινή ζωή - η δουλειά, τα γλέντια, οι γιορτές, τα έθιμα, αλλά και από τα ταξίδια των μαστόρων και των εμπόρων. Σημαντικό κομμάτι των έργων αποτελούν και εικόνες από το φυσικό περιβάλλον - δάση, βουνά, κ.λ.π., χαρακτηριστικό της αγάπης των κατοίκων για τον τόπο τους. 

 

Τα αρχοντικά σπίτια χρονολογούνται κυρίως τον 18ο και αρχές του 19ου αι. Τα συναντάμε κυρίως στο Ζαγόρι και στα Γιάννενα. Είναι κατοικίες ευπόρων, διώροφες ή τριώροφες και αποτελούν δείγματα της επίπτωσης στην οικοδομική δραστηριότητα από την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι κατόψεις είναι ορθογωνικές ή τετραγωνικές, σε μορφή Γ ή Π. Διαφοροποίηση υπάρχει κυρίως στο ανώι με την κατασκευή προεξοχών - τα σαχνισιά. Στα αρχοντικά του Ζαγορίου συναντάται κυρίως η τετραγωνική μορφή κάτοψης (1700 - 1750). Υπάρχει ένα και ίσως μοναδικό αρχοντικό κάτοψης Π, στο Τσεπέλοβο (Διαμαντοπούλου 1995). Όλοι σχεδόν οι οντάδες των αρχοντικών έχουν μεγάλη εντοιχισμένη ξύλινη ντουλάπα - τη μουσάντρα.

 

Τα καλύτερα διατηρημένα δείγματα της Ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής βρίσκονται στο Ζαγόρι - κεντρικό και δυτικό. Οικισμοί οι οποίοι διατηρούνται ανέπαφοι σχεδόν, ως προς τη συνολική δομή τους. Τα περισσότερα χωριά του ανατολικού Ζαγορίου όπως και άλλων περιοχών του νομού Ιωαννίνων (τα χωριά της Κόνιτσας) κάηκαν κατά το Β' Παγκ. Πόλεμο, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η πλειοψηφία των παραδοσιακών κτισμάτων - μεταγενέστερα κτίσματα τα οποία κατασκευάστηκαν για να καλύψουν τις στεγαστικές ανάγκες των κατοίκων φέρουν χαρακτηριστικά, έντονα διαφοροποιημένα σε σχέση με αυτά του παρελθόντος. Ωστόσο, μεμονωμένα κτίρια έχουν διατηρηθεί σε όλη σχεδόν την περιοχή της Ηπείρου - η Κόνιτσα διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων κτισμάτων, ενώ η Μόλιστα, το Γαναδιό και το Μοναστήρι αποτελούν από τους πιο καλά διατηρημένους παραδοσιακούς οικισμούς του δήμου Κόνιτσας.

 

Ο Γυφτόκαμπος.

Στην περιοχή αυτή, που βρίσκεται στη διαδρομή μεταξύ Σκαμνελίου και Ηλιοχωρίου υπάρχει ένα μικρό υπαίθριο μουσείο Σαρακατσάνικων καλυβών. Οι καλύβες, στην αυθεντική τους μορφή, αποτελούν δείγματα των πρωταρχικών τοπικών αρχιτεκτονικών μορφών, των Σαρακατσάνικων πληθυσμών - οργανωμένη κοινωνική ομάδα νομάδων κτηνοτρόφων, με έντονη παρουσία στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων. Οι Σαρακατσάνοι ζουν νομαδικά, μετακινούμενοι χειμώνα - καλοκαίρι, στα χειμερινά και θερινά χειμαδιά και βοσκοτόπια. Επιλέγουν τους τόπους εγκατάστασής τους με βάση το κλίμα της περιοχής αλλά και την ύπαρξη κατάλληλων βοσκότοπων. Εξαιτίας του τρόπου ζωής τους αλλά και της μακρόχρονης απομόνωσής τους στα βουνά, παντρεύονται μόνο μεταξύ τους και μόνο μετά το Β' παγκ. πόλεμο οπότε και εγκαταλείπουν σταδιακά τη νομαδική ζωή, αρχίζουν να αναμιγνύονται, κοινωνικά, με άλλες ομάδες (γάμοι, φοίτηση των παιδιών στα σχολεία, κ.λ.π.).

Οι περιοχές κατοικίας των Σαρακατσάνων ονομάζονται κονάκια. Οι μικροί οικισμοί τους περιλαμβάνουν 3-4 καλύβες και βοηθητικά κτίσματα - στάνες, εγκαταστάσεις για τα κοπάδια, τυροκομείο, γιδομαντρί, κ.λ.π., ενώ οι μεγαλύτεροι οικισμοί περιλαμβάνουν και 12 καλύβες. Οι καλύβες τους είναι στρογγυλές με κωνικό θόλο ή παραλληλόγραμμες με δίρριχτη στέγη. Οι στρόγγυλες είναι προγενέστερες, ενώ οι παραλληλόγραμμες αποτελούν εξελιγμένο τύπο (Μουτσόπουλος 1993). Κατασκευάζονται από ξύλο και άργιλο (κλαδιά επάνω σε ξύλινο σκελετό). Δεν χρησιμοποιούν πέτρα. Οι κατασκευές είναι απλές και εφήμερες - δεδομένων των συνεχών μετακινήσεών τους.

Οι Σαρακατσάνοι έχουν δώσει σημαντικά δείγματα λαϊκής τέχνης, με βασικά υλικά το μαλλί και το ξύλο. Έφτιαχναν είδη ένδυσης, τον εξοπλισμό των μετακινήσεών τους (σακιά, δισάκια), χρηστικά είδη για τις καλύβες (μαξιλάρια, στρωσίδια, κ.λ.π.) και ξυλόγλυπτα (γκλίτσες, κ.λ.π.).

Αυτή η καλύβα αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο το οποίο εξελίχθηκε στον μονόχωρο τύπο σπιτιού (με πέτρινη τοιχοποιία και δίρριχτη στέγη), τον βασικό τύπο της αγροτικής κατοικίας.

Παρά το ότι συνέβαλαν οικονομικά στην ανάπτυξη του Ζαγορίου (εγκατεστημένοι έξω από τους οικισμούς) με την κτηνοτροφία, συχνά η συμβίωση με τους Ζαγορίσιους ήταν δύσκολη, εξαιτίας βασικών κοινωνικών διαφορών.

 

Σαρακατσάνικες καλύβες υπήρχαν σε πολλά ορεινά μέρη της Ελλάδας - στη Βίτσα (Ήπειρος), στα ορεινά της Μακεδονίας και της Θράκης, κ.λ.π. Οι κατασκευές αυτές επιβίωσαν για όσο διάστημα επιβίωνε ο νομαδικός τρόπος ζωής.

 

Βιβλιογραφία

Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος έκτος, Θεσσαλία - Ήπειρος, εκδ. Μέλισσα, 1995.

Χρηστίδης Βυρ. (2004). Η αρχιτεκτονική του κεντρικού Ζαγορίου. Το παράδειγμα του Κουκουλιού. Τόμοι Α και Β. Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα, Αθήνα.

Μιχελής Π. Α. (1977). Το ελληνικό λαϊκό σπίτι, εκδ. ΕΜΠ

Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αιώνας. (Σαρακατσάνικες καλύβες, σελ. 5 - 8). εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

Διαμαντοπούλου Αν. (1995). Η αρχιτεκτονική των αρχοντικών της Ηπειρωτικής Ελλάδας (18ου - αρχών 19ου αι.). Αθήνα

Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.

Χαρίσης Βασ. (1979). Ζαγοροχώρια. εκδ. Γενική Διεύθυνση Οικισμού Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Αθήνα.

Ήπειρος, ΖΑΓΟΡΙ, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Κόνιτσα. ειδική εκδ. εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, Ανακαλύψτε την Ελλάδα, Νοέμβριος 2006.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Ήπειρος. Απόδραση στο Βλαχοζάγορο. Τεύχος 258, σελ. 18. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Σαρακατσαναίοι. Ξυλόγλυπτα κεντίδια. Τεύχος 247, σελ. 62. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Ασημοχώρι Κόνιτσας. Αντιστέκεται. Τεύχος 256, σελ. 26. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

 

Διαδίκτυο