Η Αρχιτεκτονική του Ζαγορίου

 

Γενικά στοιχεία για το Ζαγόρι.

Το Ζαγόρι (= ο τόπος πίσω από τα βουνά. Σλαβικά: za: Πίσω και gora: βουνό) αποτελεί μια ιδιαίτερη γεωγραφική και πολιτισμική ενότητα. Διακρίνεται σε τρεις περιοχές: Ανατολικό, Δυτικό και Κεντρικό Ζαγόρι. Οι πρώτοι οικισμοί του, ο αρχαιότερος πυρήνας του, εντοπίζεται στο Δυτικό τμήμα του σημερινού Ζαγορίου (Πάπιγκο και Πεδινά). Τα άλλα δύο τμήματα αναπτύχθηκαν αργότερα. Τα περισσότερα από τα σημερινά χωριά δημιουργήθηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ κατά τον 15ο αι. δημιουργήθηκαν τα περισσότερα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου. Όλοι οι οικισμοί περνούν περίοδο ακμής και παρακμής, ενώ ο αριθμός των χωριών δεν παραμένει σταθερός. Το 1678 αναφέρεται ότι το Ζαγόρι είχε περίπου 60 χωριά, το 1788 είχε 48, στα μέσα του 19ου αι. 46, ενώ σήμερα έχει 44 χωριά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ζαγόρι δεν κατοικήθηκε ποτέ από τους Τούρκους - παρέμεινε πάντα μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα, ως "Το κοινό των Ζαγορισίων" (Χαρίσης 1979). Τα χωριά είτε καταστρέφονται, είτε εγκαταλείπονται σταδιακά από τους κατοίκους τους, με το μεγαλύτερο ρυθμό εγκατάλειψής τους να σημειώνεται μεταξύ 1940 - 1950.

Η οικονομία της περιοχής στηρίχθηκε στην κτηνοτροφία, στα δάση, στη γεωργία και στη μετανάστευση. Οι εύφορες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι λίγες και βρίσκονται στα ανατολικά, όπως και τα πυκνά δάση, ενώ οι κεντρικές και δυτικές περιοχές είναι περισσότερο κατάλληλες για κτηνοτροφία. Οι κυριότερες καλλιέργειες είναι τα όσπρια, τα αμπέλια και τα τυροκομικά είδη. Γενικά, και λόγω των ταξιδιών των Ζαγορίσιων στο εξωτερικό, η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και πλούτο. Στο Ζαγόρι δεν αναπτύχθηκε καμία ιδιαίτερη τέχνη, όπως έγινε στην περιοχή της Κόνιτσας. Ωστόσο, εξαιτίας της ευμάρειας των κατοίκων αλλά και λόγω μακράς παράδοσης, αναπτύχθηκε στο Ζαγόρι αξιόλογη παιδεία και ιδιαίτερη τάση για σπουδές στα Πανεπιστήμια.

Οι κοινωνίες του Ζαγορίου είναι κλειστές, αυτοκαταναλωτικές και αυτόνομες. Υπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες - οι Ζαγορίσιοι (γηγενείς), οι Μέτοικοι (κάτοικοι άλλων περιοχών που αφομοιώθηκαν μετά από χρόνια), οι Γύφτοι και οι Σαρακατσάνοι (νομάδες κτηνοτρόφοι). Οι πρώτοι εξελίσσονται κοινωνικά και οικονομικά, ενώ οι Μέτοικοι και οι Γύφτοι αποτελούν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς δικαίωμα ψήφου και δική τους γη. Οι Ζαγορίσιοι κατοικούν στο κέντρο των οικισμών σε αρχοντικά και καλά σπίτια, οι Μέτοικοι λίγο πιο έξω, ενώ οι Γύφτοι (σιδεράδες, οργανοπαίχτες, καλαθοπλέχτες) κατοικούν έξω από τα όρια του οικισμού. Οι Σαρακατσάνοι ζουν έξω από τα όρια των οικισμών, οργανωμένοι σε μια δική τους, αυτόνομη κοινωνική μορφή. Στα βορειοανατολικά χωριά του Ζαγορίου ζει ένας μεγάλος πληθυσμός βλάχων.

 

Πολεοδομική οργάνωση των οικισμών.

Παρά τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά υπάρχουν ποιοτικές μορφολογικές διαφορές, ανάμεσα στις τρεις περιοχές του Ζαγορίου, οι οποίες οφείλονται στο φυσικό περιβάλλον, στα δομικά υλικά, στον κοινωνικό χαρακτήρα και στην παράδοση κάθε περιοχής. Ανατολικά κυριαρχούν οι δασικές εκτάσεις και το ξύλο, καθώς και ο νομαδικός τρόπος ζωής, με αποτέλεσμα λιγότερο αυστηρές μορφές, πιο ελεύθερες και ευχάριστες. Δυτικά κυριαρχούν οι σκληρές πετρώδεις επιφάνειες της Πίνδου και οι πιο αυστηρές κοινωνικές μορφές ζωής, με ανάλογα αποτελέσματα στη μορφολογική διαμόρφωση των κτιρίων.

Κριτήρια για την επιλογή της θέσης του οικισμού αποτελούν η τοπογραφία της περιοχής (θέση κατάλληλη για δόμηση), η απόσταση από τους χώρους δουλειάς, η σύνδεση με άλλους γειτονικούς οικισμούς, η δυνατότητα οπτικής επικοινωνίας, οι συνθήκες ασφάλειας (οικισμοί κρυμμένοι από τα μονοπάτια των ληστών και των Τούρκων), ο προσανατολισμός και η θέα (πλαγιές απάνεμες, προσήλιες, στραμμένες στη θέα) και τέλος η ύπαρξη βοσκής και νερού κοντά στα χωριά. Η δυνατότητα οπτικής επικοινωνίας ήταν εξαιρετικά σημαντική, γιατί στις ορεινές περιοχές το δύσκολο περιβάλλον εντείνει το συναίσθημα της απομόνωσης και κουράζει ψυχικά. Επομένως η οπτική επαφή με άλλους οικισμούς δρα καταλυτικά για το κοινωνικό σύνολο, παρέχοντάς του ασφάλεια και ηρεμία απαλύνοντας το αίσθημα της μοναξιάς και του φόβου.

Η δόμηση των οικισμών είναι πυκνή με χαρακτήρα αμυντικό. Τα σπίτια έχουν αυλές οι οποίες περικλείονται με ψηλούς (2 - 2.5μ.) πέτρινους μαντρότοιχους. Οι τοίχοι αυτοί εκτός από προστατευτικό ρόλο αποτελούν και αυστηρό όριο ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Το κτίριο τοποθετείται μέσα στο οικόπεδο λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία όπως ο προσανατολισμός και η θέα, ενώ ο ελεύθερος αδόμητος χώρος της αυλής είναι σχετικά μικρός.

Οι οικισμοί είναι μονοκεντρικοί. Έχουν ένα μόνο κέντρο, το μεσοχώρι (πλατεία), γύρω από την οποία αναπτύσσονται τα σπίτια, στις διάφορες γειτονιές (μαχαλάδες). Στην κεντρική πλατεία συγκεντρώνονται όλες οι δημόσιες χρήσεις - η εκκλησία, το σχολείο, το καφενείο, η βρύση. Είναι ο χώρος των κοινωνικών συγκεντρώσεων και των εμπορικών συναλλαγών. Γύρω από το κέντρο κατοικούν οι πιο πλούσιοι Ζαγορίσιοι.

Γύρω από το κέντρο του οικισμού (το μεσοχώρι) αναπτύσσεται ένα δίκτυο πεζόδρομων που διασχίζουν τις γειτονιές και οδηγούν στους χώρους δουλειάς, τα χωράφια, τα δάση, τα αμπέλια. Το δίκτυο των πεζόδρομων αναπτύσσεται ακολουθώντας τις υψομετρικές του εδάφους. Στα σημεία όπου οι δρόμοι συμβάλουν μεταξύ τους ή στις αυλόθυρες των σπιτιών, δημιουργούνται διαπλατύνσεις και διάφορες κατασκευές - πεζούλια, σκαλοπάτια, ρείθρα. Είναι χώροι στάσης, συνάντησης, συζήτησης, ξεκούρασης.

 

Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.

Γενικά. Το Ζαγορίσιο σπίτι χτίζεται έτσι ώστε να παρέχει προστασία από τις δυσμενείς συνθήκες του ορεινού χώρου, από τις επιδρομές και τις ληστείες. Είναι διώροφο ή τριώροφο, ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Υλικό δομής είναι η πέτρα η οποία έχει μικρές διαφορές στις χρωματικές αποχρώσεις της, από περιοχή σε περιοχή. Η εξωτερική τοιχοποιία είναι πέτρινη και λιτή - χωρίς διακόσμηση. Η επικάλυψη γίνεται με στέγη από σχιστόπλακα. Οι όγκοι είναι απλοί, αυστηροί, απόλυτα γεωμετρικοί. Ανάμεσα στο ανατολικό και δυτικό Ζαγόρι, παρατηρούνται ορισμένες μορφολογικές διαφορές, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, οφείλονται στο φυσικό περιβάλλον (ανατολικά δασικές εκτάσεις - ξυλεία και μαύρη γρανιτοειδής πέτρα), στον κοινωνικό χαρακτήρα και στην παράδοση κάθε περιοχής. Ανατολικά το ύφος των κτισμάτων είναι λιγότερο βαρύ και χρησιμοποιείται περισσότερο ξύλο. Δυτικά κυριαρχούν οι γκριζογάλανες αποχρώσεις των βράχων και τα κτίσματα είναι πιο βαριά και αυστηρά, με ελάχιστες προεξοχές.

Οι εξωτερικές τοιχοποιίες έχουν πάχος 60 - 70εκ. και χωρίζονται με οριζόντια διαζώματα - ξυλοδεσιές. Η χρήση του ξύλου είναι γενικά περιορισμένη. Η στέγη είναι τετράριχτη. Η χρήση του χρώματος είναι γενικά πολύ περιορισμένη - σχεδόν καθόλου στις όψεις και όταν γίνεται χρήση σοβά, βάφεται λευκός ή ώχρα ανοιχτή.

 

Τυπολογία κτισμάτων. Η κάτοψη των σπιτιών έχει σχήμα ορθογωνικό, τετράγωνο, παραλληλόγραμμο, Γ ή Π. Συχνά το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει μετά από επεκτάσεις και προσθήκες στην αρχική κάτοψη. Η τυπολογική εξέλιξη των σπιτιών σχετίζεται με τη χρονολογική εξέλιξη. Διακρίνονται 3 τύποι: Α - γιαγιά, Β - μάνα και Γ - θυγατέρα.

Τύπος Α. Σπίτι μικρό, τετράγωνο ή ορθογώνιο, ισόγειο υπερυψωμένο. Έχει ένα ή δύο δωμάτια ανώγεια και κατώγεια (κελάρια). Η σκάλα είναι πάντα εξωτερική. Δεν υπάρχει τζάκι. Για θέρμανση άναβαν φωτιά στη μέση ενός τοίχου. Σε κάποια σημεία στον τοίχο υπήρχαν εσοχές που χρησίμευαν σαν ντουλάπια. Δεν υπήρχαν κρεβάτια - κοιμόταν σε στρώματα που έστρωναν στο πάτωμα. Μεταγενέστερα προσθέτονταν ένα ή δύο δωμάτια. Τα σπίτια αυτού του τύπου διαμορφώθηκαν το 1650 περίπου, ενώ σήμερα είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα.

Τύπος Β. Σπίτι που αποτελείται από 4 χώρους, με τετράγωνο σχήμα κάτοψης. Οι χώροι είναι πιο ψηλοί και πιο ευρύχωροι. Κάθε χώρος αποκτά συγκεκριμένο χαρακτήρα - μεγειρειό με φούρνο, χώρος χειμερινής διαμονής, δωμάτιο διαμονής και ύπνου (μαντζάτο) και ο χώρος για τους επισκέπτες (οντάς). Η σκάλα εντάσσεται σε ημιυπαίθριο χώρο του ισογείου, το χαγιάτι Αυτά τα σπίτια χτίζονται από τεχνίτες. Τα σπίτια αυτά διαμορφώθηκαν γύρω στο 1700 - 1750 και σήμερα δε σώζονται πολλά, ενώ στην πλειοψηφία τους έχουν υποστεί μεταγενέστερες προσθήκες.

Τύπος Γ. Σπίτια πλουσιότερα από τα προηγούμενα. Προστίθεται προεξοχή στον όροφο, το σαχνισί (σιανισίνι). Απέναντι από το τζάκι τοποθετείται η μεσάντρα (ντουλάπια που καλύπτουν όλο τον τοίχο). Στο μαντζάτο υπερυψώνεται το δάπεδο και δημιουργείται χώρος ύπνου (τα μπάσια). Τα σπίτια αυτά χρονολογούνται στα τέλη 18ου αι. με μέσα 19ου αι. Είναι η εποχή που οι Ζαγορίσιοι ταξιδεύουν και τα χωριά ευημερούν. Τα σπίτια δηλώνουν τον πλούτο του ιδιοκτήτη τους.

 

Το Ζαγορίσιο σπίτι αποτελεί συγκρότημα με: το κυρίως σπίτι, τα βοηθητικά κτίσματα και την αυλή. Η αυλή περιβάλλεται με ψηλό μαντρότοιχο, είναι πλακοστρωμένη και έχει μικρά πέτρινα πεζούλια λόγω των κλίσεων. Τα βοηθητικά κτίσματα είναι πολύ απλές κατασκευές - το μαγειρειό, η τουαλέτα και η στέρνα (αποθήκευση νερού). Το μαγειρειό έχει φούρνο, τζάκι για τη γάστρα και νεροχύτη.

 

Βιβλιογραφία

Σταματοπούλου Χαρ. (1995). Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος έκτος, Θεσσαλία - Ήπειρος, Ζαγόρι, σελ. 229 - 268, εκδ. Μέλισσα.

Χρηστίδης Βυρ. (2004). Η αρχιτεκτονική του κεντρικού Ζαγορίου. Το παράδειγμα του Κουκουλιού. Τόμοι Α και Β. Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα, Αθήνα.

Χαρίσης Βασ. (1979). Ζαγοροχώρια. εκδ. Γενική Διεύθυνση Οικισμού Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Αθήνα.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Δυτικό Ζαγόρι. Αρίστη με τόνο. Τεύχος 112, σελ. 22. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Οδοιπορικό. Πέτρινοι κήποι. Τεύχος 187, σελ. 70. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Κουκούλι. Ησυχαστήριο. Τεύχος 114, σελ. 62. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Ζαγόρι. Τα μονοπάτια των εμπόρων. Τεύχος 213, σελ. 54. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

 

Διαδίκτυο