Οι λαϊκοί ζωγράφοι
Η Ήπειρος αποτελεί κοιτίδα των λαϊκών ζωγράφων, οι οποίοι κατάγονται από τα χωριά Καπέσοβο (Μπουγάτες), Λινοτόπι, Βελτσίστα, Σουδενά, Σαμαρίνα και Χιονάδες. Οι ζωγράφοι από το Καπέσοβο ζωγράφισαν πολλές εκκλησίες στη Μακεδονία, τα Μετέωρα και την Αιτωλοακαρνανία και δημιούργησαν αξιόλογη σχολή η οποία λειτούργησε για περισσότερο από 150 χρόνια. Στο Ζαγόρι η ακμή και η έκφραση του πλούτου έπαιρνε μορφή στον εκκλησιαστικό διάκοσμο. Οι τοιχογραφίες των εκκλησιών (στα χωριά Νεγάδες, Κουκούλι, Πάπιγκο) αποτελούν εξαιρετικά δείγματα. Από το χωριό Χιονάδες της Κόνιτσας κατάγονται οι πιο γνωστοί ζωγράφοι - έχουν βρεθεί τα ονόματα 62 Χιοναδιτών ζωγράφων, ενώ το έργο τους έχει βρεθεί σε 101 χωριά και πόλεις. Ένα ορεινό χωριό του οποίου οι κάτοικοι αναγκάζονται να στραφούν στη ζωγραφική εξαιτίας κυρίως του άγονου εδάφους που δεν ευνοούσε την εκτεταμένη καλλιέργεια της γης. Η κτηνοτροφία και η μεταφορά χιονιού στα πλούσια σπίτια Ηπειρωτών και Τούρκων (γι' αυτό και Χιονάδες) αποτελούν τις αρχικές και δευτερεύουσες παραδοσιακές ασχολίες των κατοίκων που συμπληρώνουν τη βασική τους βιοποριστική απασχόληση, τη ζωγραφική.
Οι ζωγράφοι έρχονταν στην οικοδομή αφού είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή. Χρωμάτιζαν τους τοίχους των πλουσιόσπιτων - στα φτωχόσπιτα δεν καλούσαν ζωγράφους, καμιά φορά αναλάμβαναν τη δουλειά αυτή οι γυναίκες του σπιτιού (Κουκούλι) (Χρηστίδης 2004) και ζωγράφιζαν τις τοιχογραφίες των αρχοντόσπιτων. Ήταν και αγιογράφοι. Περιόδευαν και μόνοι τους (δίχως τα μπουλούκια των μαστόρων) και έμεναν για μεγάλο διάστημα σε ένα μέρος.
Η κοσμική ζωγραφική εμφανίζεται κυρίως από το 1750 και μετά. Οι περιοχές όπου ανθίζει είναι η Ήπειρος και κυρίως τα Γιάννενα, το Μέτσοβο και τα Ζαγόρια και ακολουθούν η Δ. Μακεδονία, τα Τέμπη, το Πήλιο και ορισμένα τουρκοκρατούμενα νησιά (Χίος, Μυτιλήνη, Ύδρα). Υπάρχουν ωστόσο και περιοχές όπου η κοσμική ζωγραφική ήταν άγνωστη. Σχετικά με τη διδασκαλία του επαγγέλματος έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές - ορισμένες θέλουν την ύπαρξη οργανωμένης Σχολής Ζωγραφικής. Όλοι οι αγιογράφοι των Χιονάδων πήγαιναν για τελειοποίηση στο Άγιο Όρος.
Βασικό αντικείμενο της λαϊκής ζωγραφικής αποτελεί η τοιχογράφηση του κατοικήσιμου χώρου. Η πλειοψηφία των ζωγράφων είναι αγιογράφοι, οι οποίοι προφανώς διατηρούν στα κοσμικά θέματά τους πολλά χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Οι επιδράσεις που δέχεται η ελληνική ζωγραφική προέρχονται από την περσική και τη μουσουλμανική τέχνη και το βιεννέζικο ροκοκό, μεταμορφωμένο σε ανατολίτικο, εξαιτίας των εμπορικών και πολιτιστικών επαφών με τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Ωστόσο, ο λαϊκός ζωγράφος επιλέγει από τα ξένα στοιχεία εκείνα που ταιριάζουν με το προσωπικό του γούστο. Οι ανατολίτικες τέχνες, περσική και μουσουλμανική κυρίως, ταιριάζουν περισσότερο με την αισθητική του λαϊκού ζωγράφου.
Οι ζωγράφοι αγαπούν ιδιαίτερα τα ζωηρά χρώματα, τις έντονες αντιθέσεις, τα καθαρά χωρίς διαβαθμίσεις χρώματα, την υπογράμμιση της διακοσμητικής λεπτομέρειας. Προσπαθούν με απλά σχήματα και φόρμες να αποδώσουν τη φύση και να αφηγηθούν με ειλικρίνεια το θέμα. Ο ηρωισμός και ο μύθος εξάπτουν τη λαϊκή φαντασία και συχνά ο καλλιτέχνης ωραιοποιεί και υπερβάλλει, στη ζωγραφική του, τη φυσική ομορφιά. Τα θέματα επιλέγονται από τον εντολοδόχο αλλά και τον καλλιτέχνη. Αφορούν κυρίως στον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα. Θέματα όπως το γλέντι, το καλό φαγητό, η νοσταλγία για την Πόλη, απεικονίζονται στους τοίχους των σπιτιών, στα δωμάτια υποδοχής των ξένων κυρίως. Βασικό θέμα αποτελεί η τοπιογραφία και ακολουθούν η νεκρή φύση, ο φυτικός και ζωικός κόσμος και τα διάφορα διακοσμητικά μοτίβα. Τα κυριότερα θέματα στην τοπιογραφία είναι οι πόλεις, τα λιμάνια, τα κάστρα, τα μοναστήρια αλλά και τοπία σε διαφορετικές εποχές του χρόνου. Η ανθρώπινη μορφή είναι ένα στοιχείο που συναντάται σπάνια. Η απόδοση του χώρου είναι άλλοτε πανοραμική και άλλοτε επιπεδόμορφη και δισδιάστατη. Η αγάπη για τη φύση εκδηλώνεται με εικόνες νεκρής φύσης, λουλουδιών, φυτών, ζώων και πουλιών (με προτίμηση στα παγώνια και τα λιοντάρια). Ο λαϊκός καλλιτέχνης είναι αυθόρμητος και οδηγείται από την καρδιά και όχι τη γνώση. Την τρίτη διάσταση την πετυχαίνει κυρίως με την κλιμάκωση του χρώματος. Η χρωματική του κλίμακα αποτελείται κυρίως από ώχρες, κόκκινο κεραμιδί, μπλε ανιλίνης, κ.λ.π. Η τέχνη των λαϊκών ζωγράφων χαρακτηρίζεται από κάποια αφέλεια και ενσωματώνει πολλά στοιχεία της ορεινής ζωής. Οι ζωγράφοι ζούσαν απομονωμένοι στα βουνά, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άγιοι που απεικονίζουν έχουν τα χαρακτηριστικά των βουνίσιων, των τσομπάνηδων, μοιάζουν κακοπαθημένοι, νηστεμένοι, όπως οι ορεσίβιοι.
Οι ζωγράφοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και μάθαιναν την τέχνη σε οργανωμένα εργαστήρια. Οι μικροί μαθητευόμενοι ξεκινούσαν από βοηθητικές δουλειές, τρίψιμο των χρωμάτων και προετοιμασία των επιφανειών. Σταδιακά άρχιζαν να γεμίζουν με χρώμα τις γενικές επιφάνειες του σχεδίου έως ότου φτάσουν στη σχεδίαση και το ζωγράφισμα λεπτομερειών. Η ζωγραφική τους, τους έδινε τη δυνατότητα να ζουν με αξιοπρέπεια και, μερικοί, να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Ωστόσο, δεν ξεκόβουν εντελώς από την ασχολία με την κτηνοτροφία - αναφέρεται ότι σε περιόδους αιχμής των κτηνοτροφικών εργασιών, εγκαταλείπουν για ορισμένο χρονικό διάστημα τη ζωγραφική. Η λαϊκή τέχνη αποτελούσε συλλογική έκφραση. Αφορούσε στο σύνολο και όχι στο άτομο. Ο καλλιτέχνης ως ξεχωριστή οντότητα, όπως νοείται σήμερα, ήταν κάτι αδιανόητο. Για το λόγο αυτό τα έργα στην πλειοψηφία τους ήταν ανώνυμα - υπάρχουν ελάχιστα επώνυμα έργα της περιόδου αυτής. Ωστόσο, μετά τον 18ο αι. η κατάσταση αρχίζει να διαφοροποιείται και η ατομικότητα αρχίζει να υπερισχύει σε βάρος της συλλογικότητας.
Στον χάρτη φαίνονται (με κόκκινο) οι περιοχές στις οποίες έχουν βρεθεί ζωγραφιές Χιοναδιτών ζωγράφων
Βιβλιογραφία
Σπητέρης Τ. (1979). Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης. 1660 - 1967. Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα.
Μακρής Κ. (1981). Χιοναδίτες ζωγράφοι: 65 λαϊκοί ζωγράφοι από το χωριό Χιονάδες της Ηπείρου. Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα.
Σαματούρας Γ. (1974). Δώδεκα λαϊκοί ζωγράφοι. Αθήνα.
Διαδίκτυο