Χλωρίδα - Πανίδα Εθνικού Πάρκου Βάλια Κάλντα
Χλωρίδα
Κύριο χαρακτηριστικό του Δρυμού, στα χαμηλά και μέσα υψόμετρα (1000μ.- 1600μ.), είναι τα απέραντα και πυκνά δάση, που αποτελούνται από μαύρη, δασική ή λευκόδερμο πεύκη (Pinus nigra, Pinus silvestris, Pinus leucodermis) και οξιά (Fagus silvatica). Στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1600μ.- 1900μ.), φυτρώνει μόνο ένα είδος ανθεκτικού στο ψύχος κωνοφόρου το ρόμπολο (Pinus leucodermis) που από μόνο του θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ζωντανό μνημείο της φύσης. Στα μεγάλα υψόμετρα (1900μ.-2177μ.), πάνω από το ανώτερο υψομετρικό όριο του δάσους και στα ξέφωτα του εκτείνονται αλπικά λιβάδια, αποτελούμενα μόνο από πόες και μερικά είδη θάμνων.
Η χλωρίδα του Δρυμού είναι σπάνια με μεγάλο βαθμό ενδημισμού. Συνολικά έχουν καταγραφεί 415 φυτικά είδη και μια πλούσια μυκοχλωρίδα με 86 είδη μανιταριών (http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html). Άλλα είδη του Δρυμού είναι ενδημικά της κεντρικής και βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως η σολδανέλα της Πίνδου (Soldanella pindicola), η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola), η φριτιλλάρια η ηπειρωτική (Fritillaria epirotica) κ.ά. (http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html)
Ο Δρυμός φιλοξενεί ακόμη κι άλλα φυτά που είναι ευρύτερα ενδημικά. Γνωστότερα είναι ο κρόκος (Crocus crysanthus), ο κόκκινος κρίνος (Lilium chalcedonicum), ο άγριος κρόκος (Crocus veluchensis), το κυκλάμινο (Ciclamen hederifolium), το κεφαλάνθηρο (Cephalanthera rumba), κ.α. (http://www.minagric.gr/greek/agro_pol/dasika/drymoi/Pindos.htm).
Είτε είδη που απαντώνται μόνο στην Ελλάδα και στην Αλβανία, όπως η λαδανιά η αλβανική (Cistus albanicus), η βιόλα η αλβανική (Viola albanica), ο θύμος ο τευκριοειδής (Thymus teucrioides), ο δύανθος ο αιματοκαλυκοειδής (Dianthus haematocalyx ssp. pindicola), το λείριο το αλβανικό (Lillium albanicum) κά. Είτε είδη που είναι ενδημικά των Βαλκανίων γενικότερα, όπως o δύανθος ο δελτοειδής (Dianthus deltoides ssp. degenii), η μινουάρτια του Μπαλτατσί (Minuartia baldacii), το ρόμπολο (Pinus leucodermis) και το άλλιο (Allium breviradum).
Σπάνια είδη του Εθνικού Πάρκου Πίνδου–Βάλια Κάλντα, τυπικά των οφειολιθικών πετρωμάτων, είναι η βορμουελέρα του Μπαλτατσί (Bormuellera baldacii), η βορμουελέρα της Τύμφης (Bormuellera tymphaea), ο λεπτόπλαξ ο κρασπεδοειδής (Leptoplax emarginata), η καμπανούλα του Χώκινς (Campanula hawkinsiana), η βιόλα (Viola dukadjinica), η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola). (http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html). Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ύπαρξη του μικρού εντομοφάγου φυτού της πινγκουίκουλας της κρυσταλλοειδούς (Pinguiculla crystalinna ssp.hirtiflora) που φυτρώνει σε μικρές αποικίες στα ρέματα του δρυμού και συλλαμβάνει με τα φύλλα της μικρά έντομα. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2007)
Πινγκουίκουλα η κρυσταλλοειδής
Η Κενταύρεια των ορέων των βλάχων (Centaurea vlachorum) δεν συναντάται πουθενά σ΄ όλον τον κόσμο παρά μόνο στον Δρυμό. Το ενδημικό φυτό του δρυμού, ονομάστηκε vlachorum προς τιμή των βλάχων που μένουν στα γύρω χωριά. (Τσούνης, 1998)
Centaurea vlachorum
Φαρμακευτικά φυτά
Ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές της Ηπείρου συνδέονται παραδοσιακά με την ύπαρξη και αυτοφυών αρωματικών φυτών, φαρμακευτικών φυτών και βοτάνων και την αξιοποίησή τους στη θεραπεία διαφόρων ασθενειών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Βικογιατρών του Ζαγορίου. Επομένως τα βότανα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς της Ηπείρου.
Ο συνολικός αριθμός των βοτάνων της περιοχής Ζαγορίου και γενικότερα της Ηπείρου με εξακριβωμένες ή πιθανές φαρμακευτικές ιδιότητες υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 500. Παρόλο που τα περισσότερα από τα φαρμακευτικά φυτά που απαντώνται στην περιοχή φύονται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, η κοιλάδα του Βίκου είναι πλούσια σε σπάνια φαρμακευτικά φυτά. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα εξής:
Τσάι του βουνού (Sideritis syriaca), Αψιθιά (Artemisia absinthium), Βάλσαμο ή υπερικό (Hypericum perforatum), Μελισσόχορτο (Melissa officinalis), Φρόξυλιά ή σαμπούκος (Sambucus nigra), Μέντα (Mentha piperita), Ρίγανη (Origanum vulgare), Τίλιο (Tilia parvifolia). (Μιχαϊλίδου, 2007).
Η επαρχία της Κόνιτσας χαρακτηρίζεται επίσης από εξαιρετικό πλούτο χλωρίδας, με πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες Η παρουσίαση των φυτών αυτών τόσο στο επιστημονικό, όσο και στο ευρύτερο κοινό θα συνεισφέρει στην προώθηση των «τριών σημείων αιχμής»- παιδεία, έρευνα, τεχνολογία- για την ανάπτυξη τόσο της περιοχής των Ιωαννίνων, όσο και της Ελλάδας γενικότερα. Εκτός από την επιμόρφωση του επιστημονικού κόσμου, αλλά και του ευρύτερου κοινού, θα προωθηθεί και η τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, Μπορεί, ακόμα, να γίνει αφορμή για την ανακάλυψη είτε νέων φυτών με φαρμακευτικές ιδιότητες, είτε νέων ιδιοτήτων των ήδη γνωστών, που θα ανοίξουν νέους δρόμους στην έρευνα για την καταπολέμηση πληθώρας ασθενειών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ερευνητές βρίσκονται στα πρώτα βήματα της ανακάλυψης ενός νέου δρόμου με τον οποίο τα φαρμακευτικά φυτά καταπολεμούν τον καρκίνο και τους παθογόνους μικροοργανισμούς: αυτού της ενεργοποίησης των υποδοχέων τύπου Τoll (Toll like receptors), που ενεργοποιούν την απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Μερικά από τα φυτά που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική και αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας είναι:
Είδη του γένους Salvia (φασκόμηλο), Salvia officinalis L: απολυμαντικό, αποχρεμπτικό, τονωτικό μνήμης. Εκχυλίσματα του φυτού αυτού έδειξαν να βοηθούν ασθενείς που πάσχουν από Altzheimer, ενώ άλλα φαίνεται να έχουν αντιμεταλλαξογόνες και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Salvia sclarea L : εκχυλίσματα από το φυτό αυτό έδειξαν να έχουν κυτταροτοξική δράση έναντι καρκινικών κυτταρικών σειρών, καθώς και αντιμικροβιακή δράση.
Taxus baccata L. (Ίταμος, - Ήμερος Έλατος) Τοξικό φυτό. Έχει επιπλέον αντιμικροβιακές ιδιότητες
Colchium autumnale Τοξικό φυτό που έχει όμως μεγάλη φαρμακευτική σημασία.
Είδη του γένους Allium (Allium vineale L, Α. flavum L, A. schoenoprasum L): ενδείξεις για αντιοξειδωτική δράση εκχυλισμάτων της
Hedera helix (κισσός): Ανακούφιση βήχα και βρογχίτιδας, ενδείξεις για αντιοξειδωτικές και αντιμεταλλαξογόνες ιδιότητες
Equisetum arvenense L. (πολυκόμπι, κοντυλόχορτο, αλογοουρά): Διουρητικό, στυπτικό, ανακούφιση ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αντιοξειδωτικές, αντιμικροβιακές και καταπραυντικές ιδιότητες
Juglans regia L. (καρυδιά): Επούλωση πληγών, αντιμεταλλαξογόνες και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.(Παλαιολόγου Μ., 2007)
Επιπλέον πληροφορίες για φαρμακευτικά φυτά του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου περιλαμβάνονται στη Βάση Δεδομένων για τα Φαρμακευτικά Φυτά του Εθνικού Δρυμού Βίκου – Αώου στην ιστοσελίδα: http://vikos.bat.uoi.gr/index_gr.html.
Πανίδα
Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η πανίδα του δρυμού, όχι μόνο σε αριθμό ειδών αλλά και σε σπάνια είδη που έχουν εξαφανισθεί σε άλλα μέρη.
Θηλαστικά: Τα κυριότερα θηλαστικά που απαντώνται στο πάρκο είναι: Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), αγριόγατος (Felis sylvestris), λύκος (Canis lupus), αγριόγιδο (Rupicarpa rupicarpa), αγριογούρουνο (Sus scrofa), ασβός (Meles meles), ζαρκάδι (Capreolus capreolus), κουνάβι (Martes foina), λαγός (Lepus capensis), σκίουρος (Sciurus vulgaris). Στα ποτάμια του Δρυμού, ζει ένα υδρόβιο θηλαστικό - η βίδρα (Lutra lutra). Οι νυχτερίδες (Chiroptera), τα πιο εξελιγμένα πετούμενα θηλαστικά, έως σήμερα μας είναι γνωστά 5 είδη χειροπτέρων που ζουν στο Δρυμό, με πιο χαρακτηριστικό το νυκτοβάτη (Nyctalys noctula), δενδρόβιο είδος που φωλιάζει σε κουφάλες φυλλοβόλων και θηρεύει τα έντομα στον αέρα ή πάνω στα φύλλα των δέντρων.
Καφέ αρκούδα (Ursus arctos)
Στην Ελλάδα οι αρκούδες, που υπολογίζονται γύρω στις 180, ζουν στις πιο απόμερες περιοχές των οροσειρών της Πίνδου και της Ροδόπης, σχηματίζοντας δύο μικρούς πληθυσμούς, που δεν επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους.
Βιότοποι καφέ αρκούδας(Ursus arctos) στην Ελλάδα
Πηγή: Τράπεζα Στοιχείων για την Ελληνική Φύση «φιλότης»
http://www.itia.ntua.gr/nikos/oikologia/OIK_topia.pdf
Ολόκληρη η περιοχή του δρυμού αποτελεί ίσως το σημαντικότερο βιότοπο της καφέ αρκούδας στη χώρα μας. Η καφέ αρκούδα προστατεύεται σήμερα από τη διεθνή, την κοινοτική και την ελληνική νομοθεσία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 258(Ν.Δ. 86/69) του Δασικού Κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της καφέ αρκούδας. Στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ειδών(Red Data Book) η καφέ αρκούδα αναφέρεται ως κινδυνεύον είδος. Σύμφωνα με την οδηγία 93/43 της ΕΕ, το είδος τελεί υπό προστασία.. Μόνος της εχθρός είναι ο άνθρωπος. Παρά τον μεγάλο όγκο της δεν είναι εχθρικό ζώο, ενώ ανασηκώνει τα πίσω της πόδια για να ανιχνεύσει και να διευρύνει το οπτικό της πεδίο και όχι για να «τρομάξει». Η παρουσία της σε μια δασική περιοχή αποτελεί δείκτη καλής λειτουργίας του οικοσυστήματος.(Δημητρακοπούλου, 2006,
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathcommon_2_11/03/2006_1285594 ).
Οι κυριότεροι κίνδυνοι για την αρκούδα είναι : Ο φόνος από τον άνθρωπο, η καταστροφή και υποβάθμιση των βιοτόπων της (αλόγιστη και παράνομη υλοτομία, πυρκαγιές, αλόγιστη διάνοιξη δασικών δρόμων), η απομόνωση των βιοτόπων σε μικρή και μεγάλη κλίμακα (αλόγιστη διάνοιξη δασικών δρόμων και χωρίς σχεδιασμό και έλεγχο τεχνικά έργα όπως φράγματα, μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι), η διακοπή του χειμέριου ύπνου λόγω όχλησης. Ο χειμέριος ύπνος είναι μια διαδικασία συνεχής η οποία μάλιστα αν διακοπεί, δύσκολα ξαναρχίζει, γεγονός που δυσκολεύει την προσπάθεια επιβίωσης κατά τη δύσκολη λόγω έλλειψης τροφής, χειμερινή περίοδο. Επιπλέον, η επιβίωση των νεογνών επιτυγχάνεται μόνο αν η μητέρα δεν απομακρυνθεί από τη φωλιά, η έλλειψη γνώσης και πληροφόρησης για τα παραπάνω προβλήματα, με αποτέλεσμα την έλλειψη κρατικής ενεργοποίησης καθώς και δραστηριοποίησης των πολιτών.(http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A1.asp).
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος και για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες “Προστασίας και διαχείρισης των πληθυσμών και των βιοτόπων της καφέ αρκούδας (Ursus arctos) στην Eλλάδα” ανατέθηκε το 1993 στον ΑΡΚΤΟΥΡΟ ο συντονισμός και η διαχείριση σχετικού προγράμματος με το όνομα APKTOΣ.
Αγριόγιδο (Rupicarpa rupicarpa).
Στην Ελλάδα το αγριόγιδο είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση. Στις ορεινές περιοχές της Πίνδου, της Ροδόπης και της Στερεάς Ελλάδας ζουν απομονωμένοι περίπου δεκαπέντε μικροί πληθυσμοί που συνολικά δεν αριθμούν περισσότερα από 400-450 αγριόγιδα. Το αγριόγιδο προστατεύεται αυστηρά από την Ελληνική Νομοθεσία (Ν.Δ. 86/69 περί Δασικού Κώδικα, άρθρο 258, παρ. 1δ).(http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A4.asp)
Ο οικολογικός ρόλος του αγριόγιδου σ' ένα υγιές οικοσύστημα είναι πολύ σημαντικός, αφού οι πληθυσμοί του αποτελούν αξιόλογη τροφική πηγή για τα ζώα που βρίσκονται σε ανώτερες θέσεις στην τροφική αλυσίδα, όπως είναι ο λύκος, ο λύγκας και ο χρυσαετός. Επιπλέον, τα αγριόγιδα που πεθαίνουν εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών στη διάρκεια του χειμώνα παίζουν σημαντικότατο ρόλο και στη διατροφή των όρνιων και του γυπαετού.
Οι κύριες απειλές για το αγριόγιδο είναι:
το παράνομο κυνήγι που προκαλεί την άμεση εξολόθρευσή του,- η διάνοιξη ορεινού οδικού δικτύου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, διευκολύνει την προσέγγιση των λαθροκυνηγών, η υποβάθμιση των βιοτόπων του από την υπερβόσκηση και η γενετική αποδυνάμωση του είδους από τη σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού του. Το γεγονός ότι οι πληθυσμοί του αγριόγιδου στη χώρα μας είναι όχι μόνο λιγοστοί, αλλά και μικροί σε αριθμό ατόμων, εγκυμονεί κινδύνους γενετικής αποδυνάμωσής τους. Η απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγής γονιδίων μεταξύ αυτών των πληθυσμών μειώνει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους στο απώτερο μέλλον. Η ουσιαστικά ανύπαρκτη φύλαξη των βιοτόπων του, η έλλειψη φορέων διαχείρισης και ειδικών επιστημόνων και φυλάκων στις προστατευόμενες περιοχές όπου απαντάται, η οριοθέτηση των καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους - κάτι που συμβαίνει συχνά. (http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=80).
Το WWF Ελλάς πραγματοποίησε έρευνα για το αγριόγιδο που διήρκεσε δυόμιση χρόνια και πραγματοποιήθηκε από τους τοπικούς συνεργάτες του και από επιλεγμένη ομάδα ορειβατών, καθώς το ζώο προτιμά τα απόκρημνα και δύσβατα σημεία αυτής της ορεινής περιοχής. Τα επιστημονικά δεδομένα που συλλέχθηκαν αφορούν την κατανομή και τον ακριβή αριθμό των επιμέρους πληθυσμών του αγριόγιδου, την αναλογία φύλων και ηλικιακών κλάσεων των κοπαδιών, την εποχική χρήση του βιοτόπου και τους κινδύνους για την επιβίωση του είδους. Οι προτάσεις στις οποίες κατέληξε η εν λόγω έρευνα κατατέθηκαν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αποτέλεσμα την ένταξη του Όρους Τύμφη στο δίκτυο Natura 2000. Οι κυριότερες διαχειριστικές προτάσεις που τεκμηριώθηκαν από την επιστημονική δουλειά του WWF Ελλάς είναι οι εξής: Σχεδιασμός και εφαρμογή σχεδίου φύλαξης του βιοτόπου, Τροποποίηση ορίων καταφυγίων άγριας ζωής, Εποχικός αποκλεισμός ορεινών και δασικών δρόμων, Οργάνωση σχεδίου βιοπαρακολούθησης του αγριόγιδου, Εποχική ρύθμιση της βόσκησης, Σχέδιο διαχείρισης του τουρισμού. (http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=159).
Λύκος (Canis lupus)
Στην Ελλάδα σήμερα, ο ελάχιστος δυνατός πληθυσμός υπολογίζεται σε 500-700 άτομα η κατανομή των οποίων, περιλαμβάνει τις κεντρικές και βόρειες, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ δεν ζει πια στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Εκεί επιβιώνει σε μικρές και απομονωμένες ομάδες, ιδιαίτερα όπου υπάρχει νομαδική κτηνοτροφία, ή δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία.
Ο λύκος προστατεύεται σε όλη την Ευρώπη από τη νομοθεσία, με τη Σύμβαση της Βέρνης και την Οδηγία 92/43 της ΕΕ. Στην Ελλάδα, ο λύκος έπαψε να θεωρείται επιζήμιο είδος από το 1991 και χαρακτηρίζεται επίσημα «τρωτό» είδος, περιλαμβάνεται στο «κόκκινο βιβλίο» για τα απειλούμενα είδη της Ελλάδας.
Βιότοποι Λύκου (Canis lupus) στην Ελλάδα
Πηγή: Τράπεζα Στοιχείων για την Ελληνική Φύση «φιλότης»
http://www.itia.ntua.gr/nikos/oikologia/OIK_topia.pdf
Η ελάττωση της φυσικής λείας του λύκου (πληθυσμοί άγριων οπληφόρων όπως, ελάφι, ζαρκάδι, αγριογούρουνο) που οφείλεται σε ανθρωπογενείς παράγοντες, τον στρέφει προς τα κτηνοτροφικά ζώα σε συνδυασμό με τη σταδιακή χαλάρωση εφαρμογής μεθόδων και τρόπων πρόληψης των ζημιών συνιστά γεγονός που επιτείνει τη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Η σχέση του λύκου με τους πληθυσμούς των άγριων οπληφόρων όταν αυτά βρίσκονται σε ικανοποιητικούς αριθμούς είναι εξυγιαντική, αφού υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να φονευθούν γέρικα ή άρρωστα ζώα ως πιο εύκολη λεία. (Ηλιόπουλος, 1998). Η σύλληψη των κουταβιών από τις φωλιές, οι παγάνες και τα δηλητηριασμένα δολώματα συνεχίζουν να αποτελούν ευρύτατα διαδεδομένες πρακτικές θανάτωσης λύκων αν και ο νόμος, ήδη από το 1993, απαγορεύει αυστηρά τη χρήση τους. Επίσης, η επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας ακόμα και σε δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές, τα μεγάλα τεχνικά έργα που υλοποιήθηκαν και συνεχίζουν να υλοποιούνται, χωρίς επαρκή περιβαλλοντικό σχεδιασμό, η διάνοιξη εκτεταμένου και ανεξέλεγκτου δικτύου δασικών δρόμων, η επέκταση των βοσκοτόπων και η μείωση των δασικών εκτάσεων, οδηγούν σταδιακά στην υποβάθμιση των βιοτόπων του λύκου απειλώντας την επιβίωσή του. Ο υβριδισμός λύκου-σκύλου είτε λόγω της χαμηλής πυκνότητας των πληθυσμών του λύκου και της αντίθετα υψηλής των περιπλανώμενων σκύλων (συμβαίνει περιστασιακά να ζευγαρώνουν άτομα από τα δυο είδη και να γεννιούνται υγιή και συχνά γόνιμα υβρίδια), είτε εσκεμμένα από παράνομους κατόχους αιχμάλωτων λύκων έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση πως θα δημιουργήσουν λυκόσκυλα.(http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A2.asp)
Βίδρα (Lutra lutra)
Η βίδρα είναι ένα μικρόσωμο υδρόβιο θηλαστικό που ζει στις όχθες των ορεινών ποταμών και των λιμνών και μόνο όπου τα νερά είναι πολύ καθαρά. Η βίδρα έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους βιοτόπους της. Το είδος αποτελεί σημαντικό δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων, καθώς είναι ευαίσθητο στη ρύπανση των ποταμών και στην ενόχληση από ανθρώπινες δραστηριότητες και γι’ αυτό προστατεύεται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Σύμφωνα με την IUCN, η βίδρα θεωρείται «τρωτό» είδος λόγω της σπανιότητας και της μείωσης πολλών πληθυσμών της. Το νομικό καθεστώς προστασίας της βίδρας στην Ελλάδα την κατατάσσει στα «αυστηρά προστατευόμενα είδη».
Οι όχθες του Αρκουδορέματος αποτελούν ιδανικό περιβάλλον για τις βίδρες. Ο πληθυσμός τους είναι μικρός και κινδυνεύουν άμεσα επειδή οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ψαρεύουν πέστροφες με δυναμίτη (Τσούνης, 1998). Δυστυχώς, μέχρι το 2004 δεν ήταν γνωστό το μέγεθος του πληθυσμού της βίδρας στους ποταμούς Βοϊδομάτη και Αώο γιατί δεν είχε γίνει ποτέ συστηματική έρευνα.
Πηγή: http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A3.asp
Το πρόβλημα όμως της ελλιπούς οργάνωσης, διαχείρισης και φύλαξης της περιοχής θεωρείται σίγουρο πως έχει αντίκτυπο στην κατάσταση του πληθυσμού. (http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=160)
Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την επιβίωση της βίδρας προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι η ρύπανση των ποταμών και των λιμνών, η αποξήρανση των υγροτόπων και τα υδροηλεκτρικά φράγματα, η καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης σε λίμνες και ποτάμια λόγω της επέκτασης των αγρών, της κατασκευής δρόμων, της ευθυγράμμισης της κοίτης στα ποτάμια, η οικιστική ανάπτυξη και η κατάκλιση των βιοτόπων από τεχνητούς ταμιευτήρες στα ποτάμια. (http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A3.asp).
Το φθινόπωρο του 2004 ξεκίνησε ερευνητικό πρόγραμμα για τη βίδρα (Lutra lutra) από μεταπτυχιακό φοιτητή του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων σε συνεργασία με τη WWF Ελλάς. Η έρευνα αυτή θα αποτελέσει συνέχεια προηγούμενης έρευνας για την ιχθυοπανίδα που έγινε το 2003 με σκοπό να εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία και να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το υδάτινο οικοσύστημα της περιοχής Βίκου- Αώου, επιπλέον θα δώσει σημαντικά στοιχεία για την ακριβή κατανομή του είδους, με τα οποία θα μπορέσουν να γίνουν προτάσεις για την καλύτερη προστασία και διαχείριση της Βίδρας και του βιοτόπου της. (http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=160)
Αμφίβια
Σε ό,τι αφορά τα αμφίβια στην περιοχή έχουν παρατηρηθεί: ο αλπικός τρίτωνας (Triturus alpestris), πρόκειται για ένα σπάνιο είδος αμφίβιας σαύρας και μοιάζει αρκετά με μικρό δράκο.
Ζει στα νερά των αλπικών λιμνών («Δρακολίμνες»: 2 λίμνες της Φλέγκας, σε υψόμετρο 1940-1960 μ.) ή στα αργής ροής ρυάκια της αλπικής ζώνης των βουνών. Είναι ένα από τα τρία είδη τριτώνων της Ελλάδας. Ζει στις αλπικές λίμνες αλλά και σε νερόλακκους στην υψηλή ορεινή ζώνη. Απαντάται πάντα μέσα στο νερό ή σε υγρές θέσεις κοντά σε αυτό. Τρέφεται με διάφορα υδρόβια ασπόνδυλα και ξεχειμωνιάζει μέσα στο νερό ή κρυμμένος κάτω από πέτρες, ρίζες, κ.λ.π. (http://www.smolikas.com/grpage3.html). Θεωρείται σπάνιο είδος και προστατεύεται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η βομβίνα (Bompina variegate)- η κιτρινομπομπίνα όπως λέγεται έχει κίτρινη κοιλιά που υποδηλώνει τοξικότητα για να προειδοποιεί τον εχθρό (Ντρενογιάννης ed.,2008)- δύο είδη βατράχων ο φρύνος (Bufo bufo) και ο πρασινόφρυνος (Bufo viridis) και η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra).
Ερπετά: Υπάρχουν ακόμη αρκετά είδη ερπετών όπως η πρασινόσαυρα (Lacerta viridis), η τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), το κονάκι (Anguis fragilis), οι γουστερίτσες (Podarcis muralis, Podarcis erhardii), η χερσοχελώνα (Testudo hermanni), το ασινόφιδο (Coronella austriaca), η σαϊτα( Coluber najadum) και η οχιά (Vipera ammodytes). (Σφήκας, 2002).
Πτηνοπανίδα
Η πτηνοπανίδα της περιοχής είναι επίσης αρκετά πλούσια σε ποικιλία ειδών- περισσότερα από 70 είδη πουλιών ζουν στο πάρκο- κυριαρχούμενη από πουλιά του δάσους, μεταξύ των οποίων 8 ελληνικά είδη δρυοκολάπτη ή τσικλητάρα[1] [από τα πιο ενδιαφέροντα είδη του δρυμού είναι: λευκονώτη (Dendrocopus leucotos), τη μεσοτσικλιτάρα (Dendrocopus medius), τη νανοτσικλιτάρα (Dendrocopus minor) και τη μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius)], 11 είδη αρπακτικών (χρυσαετός, φιδαετός, διπλοσάινο, σαΐνι, χρυσογέρακας, ποντικοβαρβακίνα κ.α.).
Μαύρος δρυοκολάπτης ή μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius)
Από τα σπάνια πουλιά των αλπικών λιβαδιών είναι η χιονάδα (Eremophilla alpestris), διακρίνεται από το μαυροκίτρτινο μπροστινό μέρος του κεφαλιού και τις δύο μικρές πουπουλένιες φουντίτσες στο κεφάλι. Άλλο σπάνιο μικρόσωμο πουλί, που είναι θηρευτής των νεοσσών άλλων μικρών πουλιών, είναι ο διπλοκεφαλάς (Lanius excubitor), που έρχεται κάθε καλοκαίρι από την Αφρική. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2007).
Στα ρυάκια της περιοχής βρίσκεται ο νεροκότσυφας (cindus cinclus), είδος που αποτελεί οικολογικό δείκτη, καθώς η παρουσία του υποδηλώνει καθαρότητα των υδάτων. (Τσούνης, 1998).
Ψάρια
Στα μεγάλα ρέματα του Δρυμού ζει η πέστροφα (Salmo trutta fario), η παρουσία της οποίας είναι έντονη σε ποτάμια με πετρώδη πυθμένα, σε κρύα και με υψηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο νερά, όπως είναι το Αρκουδόρεμα. Στα χαμηλότερα σημεία του Δρυμού απαντώνται και άλλα είδη ψαριών όπως ο κέφαλος των γλυκών νερών (Leusiscus cephalus) και το συρτάρι (Chondrostoma nasus). (http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html).
Βιβλιογραφικές- Διαδικτυακές πηγές
Δημητρακοπούλου Β., 2006. ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ Ένα σπίτι για αρκούδες και λύκους. ΟΙΚΟ της Καθημερινής, 11- 03-06.
Έκδοση της εναλλακτικής κοινότητας «Πελίτι». Κατά τόπους αγροκτήματα για τη διαφύλαξη των ντόπιων ποικιλιών και των αυτόχθονων αγροτικών ζώων . Τεύχος 7ο Σεπτέμβριος 2007-Σεπτέμβριος 2008.
Ηλιόπουλος Γ., 1998. «Λύκος στα όρια του αφανισμού». Ελληνική Φύση, Επτά Ημέρες Η Καθημερινή, Αθήνα.
Kαλογιάννης Σ, 2005. Το μεγαλύτερο Εθνικό Πάρκο. Καθημερινή, 06-02-05
Μιχαηλίδου Ε., 2007. Αξιοποίηση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της Ηπείρου για την Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της περιοχής. Η ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της Ηπείρου. Πρακτικά του 4ου Διεπιστημονικού Διαπανεπιστημιακού Συνεδρίου του Ε.Μ.Π. για την προστασία και ανάπτυξη του ορεινού περιβάλλοντος και των τοπικών ευρωπαϊκών πολιτισμών, Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου: 23-26 Σεπτεμβρίου 2004.
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Νομαρχιακή Επιτροπή Τουριστικής Προβολής, 2007. Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου.
Ντρενογιάννης Γ.(ed.), 2008. Ανακαλύψτε την Ελλάδα, Μακεδονία, Πίνδος-Βάλια Κάλντα, Γρεβενά-Κοζάνη, Οδηγός Νο19. Ειδική έκδοση της εφημερίδας "ΤΑ ΝΕΑ" .
Ντρενογιάννης Γ.(ed.),2006. Ανακαλύψτε την Ελλάδα, Ήπειρος, Ζαγόρι-Ιωάννινα-Μέτσοβο-Κόνιτσα, Οδηγός Νο 5. Ειδική έκδοση της εφημερίδας "ΤΑ ΝΕΑ" .
Παλαιολόγου Μ., 2007.Φυτά της επαρχίας Κόνιτσας με φαρμακευτικές ιδιότητες με έμφαση στην αντικαρκινική δράση. Συμβολή στην ανάπτυξη της Ηπείρου. Εργασία στο πλαίσιο του Διεπιστημονικού διαπανεπιστημιακού συνεδρίου του Ε.Μ.Π. και του ΜΕ.Κ.Δ.Ε. του Ε.Μ.Π. "ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΡΕΥΝΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ" Μέτσοβο, 27-30 Σεπτεμβρίου 2007.
Παπαθανασίου Μ., 2003. Tο δέντρο στην ελληνική μυθολογία (II). Καθημερινή: 30-11-2003.
Σφήκας Γ., 2002. Τα Εθνικά Πάρκα της Ελλάδας. EXPLORER, Αθήνα.
Παπιομύτογλου Β., 2006. Αγριολούλουδα της Ελλάδας. MEDITERRANEO EDITIONS.
Τσούνης Γ., 1998. «Στα δάση της Βάλια Κάλντα». Ελληνική Φύση, Επτά Ημέρες Η Καθημερινή, Αθήνα.
Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., 2004. Natura 2000, Ελληνικές Περιοχές και οι Φορείς Διαχείρισής τους. Αθήνα.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_220912_06/02/2005_132947
http://www.minagric.gr/greek/agro_pol/dasika/drymoi/Pindos.htm
http://www.ornithologiki.gr/gr/sppe/index.php
http://www.ekby.gr/ekby/el/EKBY_Natura2000_el.html
http://www.minenv.gr/1/12/121/12103/g1210300/g121030001.html
http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html
http://www.smolikas.com/grpage3.html
http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=160
http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A2.asp
http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=159
http://www.wwf.gr/index.php?option=content&task=view&id=80
http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A4.asp
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathcommon_2_11/03/2006_1285594 ).
http://vikos.bat.uoi.gr/index_gr.html
http://www.katafigiovaliacalda.com/grpage3.html
http://kpe-kastor.kas.sch.gr/istoselida-biodiversity/b23/natparkspindos.htm
http://www.ekby.gr/ekby/el/PP_main_el.html#Ethnimoi_drymoi
http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathglobal_2_30/11/2003_1281021
Πηγές φωτογραφιών
http://www.katafigiovaliacalda.com/photo/pict17l.jpg
http://www.vrilisos.gr/s_fysiolatrika.htm
http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/img/A1c.jpg
http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A4.asp
http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A2.asp
http://www.viopikilotita.uoi.gr/zoas.php?id=40
http://www.epirussa.gr/pemileas/images/XLORIDA2.jpg
http://www.monasteriopiedra.com/default.aspx?info=0000D4
[1] Με τη βελανιδιά, τη δρυ, συνδέεται στενά ο δρυοκολάπτης, μικρό πτηνό που το κτύπημα του ράμφους του στον κορμό της δρυός αντηχεί χαρακτηριστικά μέσα στο δάσος. Η δρυς, σαν δέντρο που συχνότερα από τα άλλα πλήττεται από τον κεραυνό, ήταν ιερό δένδρο του θεού του ουρανού και του κεραυνού· κι ο δρυοκολάπτης («αυτός που κτυπά τη δρυ»), με το φλόγινο χρώμα του φτερώματός του και με τον κτύπο του ράμφους του, έγινε το πτηνό μιμητής ή ταυτοσημία του θεού του κεραυνού (Παπαθανασίου, 2003)