Βλάστηση - Χλωρίδα
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τοπίο του εθνικού πάρκου υπάρχει μια διαστρωμάτωση δέντρων, φυλλωμάτων και χρωμάτων και αυτό γιατί τα δάση αποτελούνται από διαφορετικά στρώματα, ο αριθμός των οποίων εξαρτάται από το κλίμα, το υψόμετρο, το έδαφος, την ηλικία και άλλους παράγοντες. Κάθε στρώμα έχει τη δική του κοινότητα φυτών και ζώων και κάθε είδος καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσης του σε ένα συγκεκριμένο στρώμα. Τα βασικά στρώματα ενός δάσους περιγράφονται παρακάτω:
Αναδυόμενο στρώμα: Είναι οι κορυφές των ψηλότερων δέντρων, οι οποίες μπορούν να εξέχουν 10 μέτρα ή περισσότερο από τις κορυφές όλων των άλλων δέντρων του δάσους. Για το λόγο αυτό αντέχουν τις αλλαγές της θερμοκρασίας και τους δυνατούς ανέμους.
Στρώμα οροφής: Είναι η σκεπή του δάσους. Είναι ένα εύκολο δίκτυο κλαδιών και φύλλων που σχηματίζει ένα κάλυμμα το οποίο εμποδίζει το φως του ήλιου να φθάσει τα χαμηλότερα φυτά
Υπόστρωμα οροφής: Εκεί υπάρχουν χαμηλότερα δέντρα. Πολλά από αυτά τα δέντρα έχουν προσαρμοστεί στη σκιά και θα παραμείνουν χαμηλά αλλά μερικά θα πάρουν τη θέση μεγαλύτερων δέντρων που έχουν πεθάνει και πέσει. Τα πεσμένα δέντρα δημιουργούν ένα άνοιγμα και το φως του ήλιου μπορεί να φτάσει στα μικρότερα.
Θαμνώδες στρώμα: Εκεί υπάρχουν οι θάμνοι. Οι θάμνοι είναι μικρότεροι από τα δέντρα και συνήθως έχουν πολλά κλαδιά αντί για έναν κεντρικό κορμό.
Στρώμα χλόης: Τα φυτά που αναπτύσσονται κοντά στο έδαφος, όπως το χορτάρι, οι φτέρες, σχηματίζουν αυτό το στρώμα.
Στρώμα εδάφους: Αυτό είναι το κατώτερο στρώμα του δάσους. Αποτελείται από βρύα και λειχήνες που μεγαλώνουν στα απομεινάρια των πεσμένων δέντρων, κλαδιών και φύλλων. (VanCleave, 1997)
Στην περιοχή του εθνικού πάρκου, παρατηρείται η διαστρωμάτωση αυτή γεγονός που επιβεβαιώνει την τεράστια οικολογική αξία, τη μοναδικότητα και την ανάγκη ουσιαστικής προστασίας και διατήρησης του ευρύτερου αυτού οικοσυστήματος και των βιοκοινοτήτων που το απαρτίζουν.
Τύποι βλάστησης που παρατηρούνται στο πάρκο:
Χαμηλά, σε υψόμετρο 400-750 μέτρα., επικρατούν οι μεσογειακοί θαμνώνες, με κυρίαρχο είδος το πουρνάρι (Quercus coccifera) και την αριά (Quercus ilex). Καθώς επίσης η κουμαριά( Arburus unedo), η αγριοκουμαριά (Arburus adrachne), ο φράξος (Fraxinus ornus), το φυλίκι (Phillyrea latifolia), ο σχίνος (Pistacia terebinthus), 2 είδη γάβρων (Carpinus orientalis& Carpinus betulus), η οστρυά (Ostrya carpinifolia).
Σε μεγαλύτερο υψόμετρο έως τα 1000 μ. αρχίζει η ζώνη των φυλλοβόλων δρυών με δρυοδάση με Πλατύφυλλη δρυ (Quercus frainetto), Χνουδωτή δρυ (Quercus pubescens) και Πετραία δρυ (Quercus petraea).
Από τα 1000 έως τα 1800 μ., περίπου, επικρατούν τα δάση των ορεινών κωνοφόρων, που σχηματίζονται κυρίως από μαυρόπευκα (Pinus nigra), ενώ κατά τόπους συναντώνται οξιές (Fagus sylvatica) αλλά και μεικτά δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων.
Πάνω από τα 1800μ. και ως τα 2000μ. επικρατεί η υποαλπική ζώνη με αραιά δάση από ρόμπολα (Pinus heldreichii), χαρακτηριστικά κωνοφόρα των βουνών της Πίνδου.
Συστάδα με Ρόμπολα (Pinus heldreichii)
Από τα 2000μ. και πάνω επικρατεί η τυπική αλπική ζώνη με τα χαρακτηριστικά γυμνά λιβάδια και τις βραχώδεις κορυφές, εδώ κυριαρχούν τα νανώδη πολυετή φυτά, όπως οι αστράγαλοι, οι γεντιάνες, οι αγριοπανσέδες, η σεμπρεβίβια, τα αγριογαρίφαλα, οι καμπανούλες κ.α. (Σφήκας, 2002).
Καμπανούλα
Τα φαράγγια και οι απότομες ορθοπλαγιές αποτελούν από τη φύση τους τόπους προστασίας πολλών σπάνιων και ενδημικών φυτών. Η απομόνωση τους, η δυσκολία προσέγγισης στις απόκρημνες πλαγιές και η απουσία βόσκησης δημιουργούν ένα ιδανικό περιβάλλον για τα φυτά αυτά. Έτσι παρουσιάζονται υψηλά ποσοστά ενδημισμού, γεγονός που δείχνει τη σπουδαιότητα των βιοτόπων στη διατήρηση του φυσικού πλούτου. (Παπιομύτογλου, 2006). Τα βράχια διαθέτουν τη δική τους ιδιαίτερη χλωρίδα, τα λεγόμενα χασμόφυτα. (Ντρενογιάννης, 2006). Πρόκειται για φυτά προσαρμοσμένα να ζουν στις σχισμές των βράχων, στα περισσότερα από τα οποία, λόγω του υψομέτρου, η άνθιση καθυστερεί και γίνεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το περιβάλλον των απόκρημνων βράχων είναι ουσιαστικά αφιλόξενο για τα φυτά και συνεπώς, όσα επιβιώνουν εκεί, έχουν αναπτύξει κάποιες ιδιαίτερες προσαρμογές, όπως ισχυρό ριζικό σύστημα. Αυτό τους επιτρέπει να έχουν καλή στήριξη στα βράχια και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο το λιγοστό νερό και τα θρεπτικά που συγκρατεί το ελάχιστο έδαφος. Επιπλέον, είναι ένα περιβάλλον ευάλωτο στους ισχυρούς ανέμους και την πλήρη ηλιοφάνεια, καθώς δεν υπάρχει υψηλή βλάστηση που να προστατεύει από τους κλιματικούς αυτούς παράγοντες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα χασμοφυτικά είδη είναι ενδημικά (http://www.parnitha-np.gr/xasmofyta_new.htm). Χαρακτηριστική χασμοφυτική βλάστηση της περιοχής: η Αουμπριέτα του Σκάρδου (Aubrieta scardica), η Βαλεριάνα η ηπειρωτική (Valeriana epirotica), η Ραμόνδα η σερβική (Ramonda serbica), Καμπανούλα η ποικιλόχρωμη (Campanula verscolor), Αχίλλειος η αβροτανοειδής (Achilea abrotanoides) κ.α. Υπολογίζεται ότι στην περιοχή της Τύμφης, του Βίκου και του Αώου υπάρχουν περισσότερα από 1700 είδη φυτών, από τα οποία θεωρούνται σπάνια τα ενδημικά είδη της Β.Πίνδου, τα ενδημικά της Ελλάδας και ορισμένα φυτά των Άλπεων και της Βαλκανικής των οποίων το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης είναι οι κορυφές της Τύμφης όπως το Γέον το έρπον (Geum reptans) και η Σαξιφράγα η αντιθετόφυλλη (Saxifraga oppositifolia). (Σφήκας, 2002).
Στο πάρκο προστατεύονται 5 ενδημικά είδη- είδη δηλαδή που έχουν αναπτυχθεί αποκλειστικά στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο – Silene intonsa, Saxifraga biflora epirotica, Galium sacrorum, Hieracium dasycraspedum, Hieracium necopinum. Άλλα σπάνια φυτά του πάρκου είναι: ο Αθάμαντας ο αλβανικός (Athamanta albanica), Κενταύρια του Παυλόφ (Centaurea pawlovskii), Σέδο της Τύμφης (Sedum tymphaeum), Αγριοφουντουκιά (Coryllus colurna), Αίσκουλος το ιπποκάστανο ή Πικροκαστανιά (Aesculus hippocastanum), Λιθόσπερμο της Γουλανδρή (Lithospermum goulandriorum), το Λείριο το πάλλευκο ή Παρθενικός κρίνος[1] (το κρίνο της Παναγίας ή το κρίνο του Ευαγγελισμού)(Lilium candidum) και πολλά άλλα.
Η περιοχή είναι πλούσια σε μανιτάρια , τα οποία όμως δεν έχουν μελετηθεί και καταγραφεί πλήρως. (Σφήκας 2002).
Φαρμακευτικά φυτά
Ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές της Ηπείρου συνδέονται παραδοσιακά με την ύπαρξη και αυτοφυών αρωματικών φυτών, φαρμακευτικών φυτών και βοτάνων και την αξιοποίησή τους στη θεραπεία διαφόρων ασθενειών.
Τα βότανα του Βίκου, αν και δεν έχουν μετρηθεί ακόμη, λέγεται ότι είναι περισσότερα από 2.500 είδη και ότι το μικροκλίμα που δημιουργείται λόγω υψομετρικής διαφοράς της χαράδρας ευνοεί την ανάπτυξή τους. Μερικά από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τα βότανα του Βίκου είναι: Οι φαρμακοτρίφτες, οι εξορκιστές για βασκανία και οι πρακτικοί γιατροί. Οι τελευταίοι ονομάζονται και Κομπογιαννίτες (από τους κόμπους στο μαντήλι τους για τα βότανα), Ματσουκάδες (από το μπαστούνι, τη ράβδο ή το ματσούκι) και Βικογιατροί (από τα βότανα του Βίκου). (Ντρενογιάννης, 2006).
Επομένως τα βότανα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς της Ηπείρου.
Ο συνολικός αριθμός των βοτάνων της περιοχής Ζαγορίου και γενικότερα της Ηπείρου με εξακριβωμένες ή πιθανές φαρμακευτικές ιδιότητες υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 500. Παρόλο που τα περισσότερα από τα φαρμακευτικά φυτά που απαντώνται στην περιοχή φύονται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, η κοιλάδα του Βίκου είναι πλούσια σε σπάνια φαρμακευτικά φυτά. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα εξής:
Ρίγανη (Origanum vulgare), τσάι του βουνού (Sideritis syriaca), Αψιθιά (Artemisia absinthium), Βάλσαμο ή υπερικό (Hypericum perforatum), Μελισσόχορτο (Melissa officinalis), Φρόξυλιά ή σαμπούκος (Sambucus nigra), Μέντα (Mentha piperita), Τίλιο (Tilia parvifolia). (Μιχαϊλίδου, 2007).
Η επαρχία της Κόνιτσας χαρακτηρίζεται επίσης από εξαιρετικό πλούτο χλωρίδας, με πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες Η παρουσίαση των φυτών αυτών τόσο στο επιστημονικό, όσο και στο ευρύτερο κοινό θα συνεισφέρει στην προώθηση των «τριών σημείων αιχμής»- παιδεία, έρευνα, τεχνολογία- για την ανάπτυξη τόσο της περιοχής των Ιωαννίνων, όσο και της Ελλάδας γενικότερα. Εκτός από την επιμόρφωση του επιστημονικού κόσμου, αλλά και του ευρύτερου κοινού, θα προωθηθεί και η τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, Μπορεί, ακόμα, να γίνει αφορμή για την ανακάλυψη είτε νέων φυτών με φαρμακευτικές ιδιότητες, είτε νέων ιδιοτήτων των ήδη γνωστών, που θα ανοίξουν νέους δρόμους στην έρευνα για την καταπολέμηση πληθώρας ασθενειών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ερευνητές βρίσκονται στα πρώτα βήματα της ανακάλυψης ενός νέου δρόμου με τον οποίο τα φαρμακευτικά φυτά καταπολεμούν τον καρκίνο και τους παθογόνους μικροοργανισμούς: αυτού της ενεργοποίησης των υποδοχέων τύπου Τoll (Toll like receptors), που ενεργοποιούν την απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Μερικά από τα φυτά που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική και αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας είναι:
Είδη του γένους Salvia (φασκόμηλο), Salvia officinalis L: απολυμαντικό, αποχρεμπτικό, τονωτικό μνήμης. Εκχυλίσματα του φυτού αυτού έδειξαν να βοηθούν ασθενείς που πάσχουν από Altzheimer, ενώ άλλα φαίνεται να έχουν αντιμεταλλαξογόνες και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Salvia sclarea L : εκχυλίσματα από το φυτό αυτό έδειξαν να έχουν κυτταροτοξική δράση έναντι καρκινικών κυτταρικών σειρών, καθώς και αντιμικροβιακή δράση.
Taxus baccata L. (Ίταμος, - Ήμερος Έλατος) Τοξικό φυτό. Έχει επιπλέον αντιμικροβιακές ιδιότητες
Colchium autumnale Τοξικό φυτό που έχει όμως μεγάλη φαρμακευτική σημασία.
Είδη του γένους Allium (Allium vineale L, Α. flavum L, A. schoenoprasum L):ενδείξεις για αντιοξειδωτική δράση εκχυλισμάτων της
Hedera helix (κισσός): Ανακούφιση βήχα και βρογχίτιδας, ενδείξεις για αντιοξειδωτικές και αντιμεταλλαξογόνες ιδιότητες
Equisetum arvenense L. (πολυκόμπι, κοντυλόχορτο, αλογοουρά): Διουρητικό, στυπτικό, ανακούφιση ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αντιοξειδωτικές, αντιμικροβιακές και καταπραυντικές ιδιότητες
Juglans regia L. (καρυδιά): Επούλωση πληγών, αντιμεταλλαξογόνες και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.(Παλαιολόγου Μ., 2007)
Επιπλέον πληροφορίες για φαρμακευτικά φυτά του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου περιλαμβάνονται στη Βάση Δεδομένων για τα Φαρμακευτικά Φυτά του Εθνικού Δρυμού Βίκου – Αώου στην ιστοσελίδα: http://vikos.bat.uoi.gr/index_gr.html.
Πηγές φωτογραφιών
http://www.viopikilotita.uoi.gr/toikot.php?id=13
http://www.viopikilotita.uoi.gr/sfito.php?id=391
http://kynigos.net.gr/bees/fyta/mel_fyta.php
[1] Οι κρίνοι (Lilium) είναι από τα πιο εντυπωσιακά και, όμορφα αγριολούλουδα της Ελλάδας, τα οποία όμως συλλέγονται εντατικά με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιοχές να τείνουν να εκλείψουν. Το κρίνο της Παναγίας (Lilium candidum), για παράδειγμα, ενώ κάποτε αφθονούσε στην Κρήτη, τώρα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Στην ελλάδα απαντώνται πέντε είδη, τα περισσότερα στη Β.Ελλάδα. (Παπιομύτογλου, 2006)