Πανίδα

 

Το πάρκο φιλοξενεί και σπάνια είδη πανίδας, εκεί βρίσκουν καταφύγιο ανάμεσα σε άλλα, 10 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών, 133 είδη πουλιών και 24 είδη διαφόρων θηλαστικών.

Θηλαστικά:Τα δάση κωνοφόρων και οξιάς αποτελούν κατάλληλους βιότοπους για μεγάλα θηλαστικά όπως η αρκούδα (Ursus arctos), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus). Ολόκληρη η περιοχή του πάρκου όπως και του Εθνικού Πάρκου Πίνδου–Βάλια Κάλντα αποτελούν ίσως το σημαντικότερο βιότοπο της καφέ αρκούδας  στη χώρα μας. Το αγριογούρουνο, σε αντίθεση με την αρκούδα και το ζαρκάδι, παρουσιάζει υψηλή αναπαραγωγική ικανότητα (γεννά 7-8 μικρά) γι’ αυτό και επιβιώνει παρόλο που κυνηγιέται συστηματικά.

Στα δρυοδάση ζει επίσης ο αγριόγατος (Felis sylvestris) και το αγριόγιδο (Rupicarpa rupicarpa), το οποίο είναι είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση στην Ελλάδα - ο πληθυσμός του δεν ξεπερνά τα 500 άτομα- και ξεχειμωνιάζει στις απόκρημνες περιοχές των δασών, αλλά και ορισμένα κοινά θηλαστικά όπως ο ασβός (Meles meles), το κουνάβι (Martes foina).

Στην περιοχή έχουν παρατηρηθεί παλαιότερα ελάφια (Carvus elaphus) και λύγκες (Lynx lynx) είδη που σήμερα έχουν εξαφανιστεί καθώς και το εξαιρετικά σπάνιο δασοκούναβο (Martes martes).

Στο πάρκο έχουν καταγραφεί αρκετά είδη χειρόπτερων (νυχτερίδες)- τα πιο εξελιγμένα πετούμενα θηλαστικά, μυωξών (Gliridae)- φωλιάζουν στα δέντρα αναζητώντας «δυνατά» την τροφή τους-  και μυγαλών (Soricidae), πρόκειται για μικροσκοπικά θηλαστικά τα οποία χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ενέργειας για να επιβιώσουν, γι’ αυτό και καταναλώνουν τροφή ίση με το βάρος τους ημερησίως.

Στην πυκνή παρόχθια βλάστηση του Αώου και του Βοϊδομάτη ζει ένα υδρόβιο θηλαστικό, η βίδρα (Lutra lutra), είδος το οποίο ζει μόνο σε πολύ καθαρά νερά, γι’ αυτό και αποτελεί δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων. Στις όχθες των ποταμών ζει η νερομυγαλή (Neomys sp.), μικρό θηλαστικό που τρέφεται κύρια με υδρόβια ασπόνδυλα και ασπόνδυλα του εδάφους.

Αμφίβια: Από τα αμφίβια, τα τρία είδη ο αλπικός τρίτωνας (Triturus alpestris) - πρόκειται για ένα σπάνιο είδος αμφίβιας σαύρας και μοιάζει αρκετά με μικρό δράκο-, η βομβίνα (Bompina variegate) και πρασινόφρυνος (Bufo viridis)  ζουν και αναπαράγονται στην Δρακόλιμνη.  

Ιχθυοπανίδα: Στα νερά των ποταμών υπάρχουν πέστροφες (Salmo trutta)-  οι οποίες κολυμπούν συχνά αντίθετα στο ρεύμα των δύο ποταμών του πάρκου και αποτελούν δείκτη καθαρότητας των νερών -, κέφαλοι του γλυκού νερού (Leuciscus cephalus), το συρτάρι (Chondrostoma nasus), το ενδημικό είδος του ποταμού Αώου πινδοβίνος (Orthias pindus, ή Barbatula pindus) καθώς και 4 είδη νεροβατράχων (Rana sp.), 2 είδη νερόφιδων (Natrix natrix και natrix tesselata) και χωματόφρυνοι (Bufo bufo) που πλησιάζουν στα νερά μόνο κατά την περίοδο αναπαραγωγής. (http://www.e-city.gr/ioannina/home/view/2402.php).

Πτηνοπανίδα: Η πτηνοπανίδα της περιοχής είναι επίσης αρκετά πλούσια σε ποικιλία ειδών μεταξύ των οποίων: ο μαύρος δρυοκολάπτης ή μαυροτσικλητάρα[1] (Dryocopus martius),  ο χρυσαετός (Aquilla chrysaetos), τα όρνια (Gyps fulvus), η ελατοπαπαδίτσα (Parus ater), η γαλαζοπαπαδίτσα (Parus caeruleus), ο δενροβάτης (Certhia brachydactyla), o δεντροτσοπανάκος (Sitta europea) κ.α.

Από τα σπάνια πουλιά των αλπικών και υποαλπικών λιβαδιών είναι η χιονάδα (Eremophilla alpestris)- διακρίνεται από το μαυροκίτρτινο μπροστινό μέρος του κεφαλιού και τις δύο μικρές πουπουλένιες φουντίτσες στο κεφάλι -, ο χιονόστρουθος (Montifringilla nivalis), o χιονοψάλτης (Prunalla collaris), η πετροπέρδικα (Alectoris graeca) και οι κελάδες (Anthus sp.).

Ένα σπάνιο και εντυπωσιακό πουλί με χρώμα κόκκινο, γκρι και μούρο είναι η σβαρνίστρα (Tichodroma muraria), που μπορεί να αναρριχάται στις ορθοπλαγιές κουνώντας τις πλατιές φτερούγες της σαν πεταλούδα.

Τα πετροχελίδονα (Ptyonoprogne rupestris), χτίζουν τις φωλιές τους στις κοιλότητες των βράχων, τα δύο είδη καλιακούδων , οι κιτρινοκαλιακούδες (Pyrrhocorax graculus) και οι κοκκινοκαλιακούδες (Pyrrhocorax pyrrhocorax), -ξεχωρίζουν από το χρώμα του ράμφους τους- , πετούν σε μεγάλα σμήνη και φωλιάζουν σε κάθετα βράχια.

Στα ρυάκια της περιοχής βρίσκεται ο νεροκότσυφας (cindus cinclus), είδος που αποτελεί οικολογικό δείκτη, καθώς η παρουσία του υποδηλώνει καθαρότητα των υδάτων. (Τσούνης,  1998).                                                            

Στην πανίδα του πάρκου πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν και δύο φυλές κατοικίδιων ζώων: το Τσοπανόσκυλο της Πίνδου και το Αλογάκι της Πίνδου. Επίσης χαρακτηριστική είναι η εγχώρια, σπάνια φυλή προβάτων, η Καλαρρύτικη, η οποία σχετίζεται με την  ιστορία των Καλαρρυτών. Πρόκειται για φυλή που υπερέχει στην κρεοπαραγωγική ικανότητα έναντι όλων των άλλων αντίστοιχων φυλών.  (Ρογδάκης, 2001).

 

Άλογο της Πίνδου

  

Τα Ελληνικά άλογα κατάγονται από το άλογο των Bαλκανίων (Balkan Pony), στην πορεία όμως, ανάλογα με το περιβάλλον που διαβιούσαν, εξελίχθηκαν δύο τύποι, ο ορεινός και ο πεδινός. Ο ορεινός τύπος εξαπλώνεται σε όλη την ορεινή ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Σε πολλές περιοχές της χώρας μας υπάρχουν σήμερα ελεύθερα άλογα, που τα περισσότερα ανήκουν στη φυλή Πίνδου.

Το αλογάκι της Πίνδου είναι ο πιο μικρόσωμος ελληνικός ίππος ορεινού τύπου. Η φυλή αυτή αναπτύχθηκε στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της οροσειράς της Πίνδου και κυρίως στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.

(http://www.horse.gr/pgeDynamic.asp?SelectMenu=General&ArticleID=598&CategoryID=46). Η φυλή της Πίνδου είναι η πλέον αντιπροσωπευτική φυλή του ορεινού τύπου. Δεν έχει υποστεί προσμίξεις με ξένες φυλές. Τα άλογα αυτά δεν έχουν την ιδεώδη διάπλαση, γιατί τα περισσότερα εισέρχονται στην εργασία σε νεαρή ηλικία. Xρησιμοποιούνται για φόρτο, σε ελαφρές γεωργικές εργασίες και για παραγωγή ημιόνων. Διαθέτουν μεγάλη αντοχή, είναι λιτοδίαιτα και έχουν πολύ σταθερό βάδισμα σε δύσβατα μονοπάτια. (Μενεγάτος, 2004). Είναι ζώα θερμόαιμης ιδιοσυγκρασίας και ανθεκτικά στις ξηροθερμικές συνθήκες της χώρας μας.(Κωνσταντινίδου,2004)

Eλεύθερα άλογα σε αγέλες συναντά κανείς και σε άλλες περιοχές: Pοδόπη, Mεσολόγγι, Kεφαλονιά, Δέλτα Αξιού, Πίνδο κ.α. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιόκτητα άλογα, που εκτρέφονται εν μέρει ελεύθερα, αξιοποιώντας τη φυσική βλάστηση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι άλογα που, όταν κάποτε αφέθηκαν στην τύχη τους, σχημάτισαν κοπάδια και εντάχθηκαν στο οικοσύστημα. Όταν στην Eυρωπαϊκή Ένωση σήμανε συναγερμός για τη διάσωση των αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων, ξεκίνησε και στη χώρα μας η καταγραφή τους, σε συνεργασία του υπουργείου Γεωργίας με τα πανεπιστήμια της χώρας.(Κωνσταντινίδου,2004).

(http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_2_08/02/2004_1281678  http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_2_08/02/2004_1281501)

Στα ορεινά του Δήμου Σελλών Ν. Ιωαννίνων, ζουν ελεύθερα δεκάδες άλογα που εγκαταλείφθηκαν πριν από πολλά χρόνια από τους ιδιοκτήτες τους και έκτοτε προσπαθούν να επιβιώσουν υπό δυσμενείς συνθήκες. Δεκάδες άγρια άλογα των βουνών του Σουλίου, είχαν πεθάνει από τα πολλά χιόνια, το δυνατό ψύχος και την έλλειψη τροφής και νερού, εξαιτίας της βαρυχειμωνιά που επικράτησε στην περιοχή το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2004. Το γεγονός αυτό κινητοποίησε κατοίκους και τοπικούς φορείς έτσι ώστε σε συνεργασία με την πολιτεία να γίνει συντονισμένη προσπάθεια να σωθούν και να προστατευτούν τα εναπομείναντα είδη.  Έτσι το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ανέλαβε την πρωτοβουλία να διασώσει τα άγρια άλογα της Λάκκας Σουλίου,  ζητώντας αρχικά από την αρμόδια Διεύθυνση Ειδικών Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ να σχεδιάσει την κατάλληλη υποδομή: στέγαστρα, χώρο αποθήκευσης τροφής, δεξαμενή νερού, ποτίστρες, κλπ, η οποία θα πρέπει τοποθετηθεί σε δημόσια ή δημοτική έκταση που θα υποδειχθεί από τον Δήμο Σελλών και την Κοινότητα Σουλίου. Σε δεύτερη φάση και σε συνεργασία με την τοπική περιβαλλοντική εταιρεία «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», που εδρεύει στον δήμο Λάκκας Σουλίου, εγκρίθηκε πρόγραμμα που ονομάζεται «Ενέργειες Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Κοινού: Τα άγρια άλογα της Πίνδου» και αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Το έργο εντάχθηκε στο Γ’ Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον» του υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ και είναι συνολικού προϋπολογισμού 70.000 ευρώ, ενώ φορέας υλοποίησης είναι η περιβαλλοντική εταιρία. Στόχος του έργου είναι η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση φορέων και πολιτών σε θέματα προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας της ευρύτερης περιοχής του ορεινού όγκου Σουλίου. Μέσω του συγκεκριμένου έργου θα υλοποιηθούν 6 δράσεις που αφορούν σε:

1.Καταμέτρηση των υπαρχόντων άγριων αλόγων 2. Δημιουργία φωτογραφικού αρχείου σε ψηφιακή μορφή 3. Συνεχή παρακολούθηση και εντοπισμός των κινδύνων που διατρέχουν και την πρόληψη αυτών 4. Ευαισθητοποίηση των πολιτών και των τοπικών Αρχών σε θέματα περιβάλλοντος και ειδικότερα των αγρίων αλόγων 5. Διατήρηση του είδους των αγρίων αλόγων ως συμβολή στη διατήρηση της βιοποικιλότητας της Ηπείρου και 6. Ενίσχυση του επιστημονικού ενδιαφέροντος και της έρευνας για την βιοποικιλότητα της Ηπείρου.

(http://agrotypos.gr/news/news_show.asp?AA=7084&opn=true

http://www.epirotikosagon.gr/service.asp?ArticleId=1703)

 

Τσοπανόσκυλο της Πίνδου

 

Ο ελληνικός ποιμενικός (Canis familiaris), δηλαδή το τσοπανόσκυλο της Πίνδου, σήμερα περιορίζεται στην Πίνδο, στη Δυτική Μακεδονία, στα βουνά των συνόρων και της Ρούμελης. Ήταν για χρόνια ο ιδανικός προστάτης, που δεν έλειπε από τα κοπάδια των παλιών κτηνοτρόφων. Από τους γνωστότερους σκύλους της αρχαιότητας που σήμερα θεωρείται η γενετική βάση του σύγχρονου Ελληνικού ποιμενικού σκύλου είναι ο Μολοσσικός, που γεωγραφικά τοποθετείται στην αρχαία Ήπειρο. Η γενετική αυτή βάση πιθανότατα διευρύνθηκε και με άλλες επιμιξίες τοπικών ποικιλιών του αρχαιοελλαδικού χώρου και διατηρήθηκε διαμέσου των αιώνων στο απομονωμένο και δύσβατο περιβάλλον της οροσειράς της Πίνδου έως σήμερα. Ο Ελληνικός ποιμενικός μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ο Μεγάλος Ορεινός ποιμενικός σκύλος της χώρας μας. Οι ιδιαιτερότητες του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της μορφολογίας του σκύλου αυτού. (http://www.ofep.gr/presentation.htm). Στον ποιμενικό χαρακτήρα του ζώου παρατηρείται η ανεξαρτησία δράσης, η υψηλή αίσθηση του ζωτικού χώρου, το έντονα αναπτυγμένο ένστικτο προστασίας στο κοπάδι, η επιθετικότητα προς τα άγρια ζώα, το θάρρος, η πίστη στην ομάδα και η αφοσίωση στον τσομπάνη.

Σήμερα όμως με την εφαρμογή νέων μεθόδων άσκησης της σύγχρονης κτηνοτροφίας, την τάση εκσυγχρονισμού και βιομηχανοποίησης του κτηνοτροφικού κεφαλαίου, τη μείωση της νομαδικής κτηνοτροφίας, την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της, η παραδοσιακή αυτή ελληνική φυλή σκύλων κινδυνεύει με εξαφάνιση. (http://www.arcturos.gr/gr/wildlife/A5.asp).

Το είδος αυτό όχι μόνο δεν είναι αναγνωρισμένο ως ράτσα αλλά παραμένει και αναξιοποίητο, ενώ οι κτηνοτρόφοι και γαιοκτήμονες προκειμένου να προστατεύσουν τα κοπάδια τους και τη γη τους, πυροβολούν ή δηλητηριάζουν με δολώματα τις αρκούδες και τους λύκους που απειλούν καλλιέργειες και ζωική παραγωγή.

Το γεγονός ότι ο ελληνικός ποιμενικός δεν είναι αναγνωρισμένος ως είδος μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνισή του καθώς,  η σκόπιμη ή τυχαία διασταύρωση των σκύλων της φυλής ελληνικός ποιμενικός με άλλες φυλές οδήγησε σε ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις που αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά των σκύλων σε πολλές περιοχές απομακρύνοντάς τα από το παραδοσιακό πρότυπο. Τα ζώα που προήλθαν από επιμιξίες έχασαν σταδιακά τις ικανότητές που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική φύλαξη των κοπαδιών. Γι’  αυτό η πολιτεία έχει προχωρήσει στη σύσταση φορέα πιστοποίησης για το συγκεκριμένο σκύλο και μάλιστα θα επιδοτήσει και την αγορά του. (http://www.ipiros.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=61&Itemid=56).

Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ διατηρεί εκτροφείο ελληνικού ποιμενικού, στο οποίο εκτρέφονται ελληνικοί ποιμενικοί σκύλοι και στη συνέχεια χορηγούνται σε κτηνοτρόφους των περιοχών, όπου υπάρχει παρουσία αρκούδας και λύκου, ως μέτρο πρόληψης των ζημιών που προκαλούν τα μεγάλα σαρκοφάγα ζώα στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο. Παράλληλα στο πλαίσιο της διάσωσης της φυλής του Ελληνικού Ποιμενικού αλλά και της προστασίας των κτηνοτρόφων, υλοποιείται  τριετές πρόγραμμα με τη συμβολή του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και την εποπτεία του Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ποιμενικού. Μεταξύ των στόχων του προγράμματος είναι: 1. Η αξιολόγηση της μέχρι τώρα διανομής Ελληνικών Ποιμενικών σε κτηνοτρόφους, η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και της λειτουργικότητας των ατόμων της φυλής στη φύλαξη των κοπαδιών και η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων. 2. Η ελεγχόμενη αναπαραγωγή και ζωοτεχνική βελτίωση της φυλής και διατήρηση της πολυμορφίας του γενετικού υλικού της, 3. Η πληθυσμιακή μελέτη των γνήσιων, διαθέσιμων ατόμων στην ύπαιθρο και χαρτογράφηση της γεωγραφικής κατανομής. 4. Η καταγραφή των απειλών της φυλής. 5. Η δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. 6. Η διερεύνηση των δυνατοτήτων αναγνώρισης της φυλής από την Παγκόσμια Κυνολογική Ομοσπονδία (5-7 χρόνια).

 

Νερομυγαλή

 

    

Νερομυγαλή (Neomys fodiens)           

 

Η νερομυγαλή συμπεριλήφθηκε το 2002 στην Κόκκινη λίστα της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης (IUCN), (World Conservation Union ή International Union for Conservation of Nature and Natural Resources). Πρόκειται για  σπάνιο ενδημικό είδος με περιορισμένη κατανομή και χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Η κυριότερη απειλή για το είδος είναι η περιβαλλοντική όχληση και ρύπανση. Η απώλεια των ενδιαιτημάτων τους εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης π.χ. αποψίλωση δασών, ρύπανση επιφανειακών νερών, καταστροφή υγροτόπων, επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην επιβίωση του είδους. Ποσότητες βαρέων μετάλλων συσσωρεύονται στους ιστούς των μυγαλών μέσω της τροφικής αλυσίδας, καθώς τρέφονται με μεγάλες ποσότητες σκουληκιών, ενώ έχει παρατηρηθεί και μακροχρόνια ανθεκτικότητα (long-term persistence) σε DDT.

Ο οικολογικός ρόλος τους στις βιοκοινότητες και στα οικοσυστήματα είναι σημαντικός. Μέσω της διατροφής τους ελέγχουν τους πληθυσμούς των ασπόνδυλων (με τα οποία τρέφονται) αλλά και εντόμων και ζιζανίων,  ενώ αποτελούν και οι ίδιες θήραμα μεγαλύτερων θηρευτών. Παράλληλα δρουν ως αποικοδομητές της δασικής στρωμνής και της οργανικής ύλης της ανώτερης στοιβάδας του εδάφους, συμμετέχοντας με όλους αυτούς τους τρόπους στην τροφική αλυσίδα του οικοσυστήματος. Επίσης χρησιμοποιούνται ως εργαλείο-δείκτες παρακολούθησης των αλλαγών στο φυσικό περιβάλλον, μέσω της καταγραφής των επιπτώσεων έντονων περιβαλλοντικών πιέσεων, στην σταθερότητα του κύκλου ζωής του είδους (developmental stability).

 

Λύγκας

 

Ο λύγκας είναι αιλουροειδές περίπου διπλάσιο σε διάσταση από μια γάτα. Πρόκειται για νυκτόβιο και μοναχικό ζώο. Ο Ευρασιατικός λύγκας, ανήκει στα αιλουροειδή και είναι το μεγαλύτερο από τα 4 είδη λύγκα που υπάρχουν. Σήμερα, ελάχιστα ίχνη λύγκα εντοπίζονται στα Καρπάθια και στην ορεινή διασυνοριακή περιοχή μεταξύ Ελλάδας, ΠΓΔΜ, Αλβανίας και Βουλγαρίας. Συμπαγείς πληθυσμοί λύγκα υπάρχουν μόνο στις Σκανδιναβικές χώρες ενώ καταγράφηκαν και ορισμένοι απομονωμένοι πληθυσμοί στα Πυρηναία. Ο συνολικός πληθυσμός του υπολογίζεται σήμερα στα 7.000 άτομα. (http://www.callisto.gr/lygas.php).

Στην Ελλάδα ζούσε στην Πίνδο, τη Ροδόπη και σε ορεινούς όγκους της Κεντρικής Ελλάδας. Κυνηγήθηκε πολύ για τη γούνα του. Θεωρείται πλέον εξαφανισμένο ζώο, ενώ ορισμένοι λίγκες που παρατηρούνται στα ελληνικά βουνά την περίοδο του καλοκαιριού προέρχονται από την Αλβανία και τη FYROM.

 (http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20041224&nid=4369970). Αν και υπάρχουν αναφορές κάποιων ότι είδαν τέτοια ζώα στην Πίνδο, στη Ροδόπη, στη Δυτική Ελλάδα, κανείς δεν μπόρεσε τα τελευταία τριάντα χρόνια να προσκομίσει κάποια απόδειξη, έστω φωτογραφίες πατημασιάς από λύγκα ή κάποιο δέρμα από σκοτωμένο ζώο. (http://www.mani.org.gr/panida/ligkas/ligkas.htm). Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, οι αρχαίοι του πρωτοέδωσαν το όνομα λυγξ (ο λυγξ, του λυγκός). Στα νεότερα χρόνια ο λαός τον ονόμαζε ρίσσο ή ρίτσο. Από κει βγαίνει και το επώνυμο του μεγάλου ποιητή.

Το κυνήγι του λύγκα απαγορεύτηκε με νόμο από το 1937. Σήμερα, το κυνήγι απαγορεύεται από κυνηγετικό νόμο ( s . 258, παρ. 2Ζ του LD 86/96, όπως τροποποιήθηκε με το s .7 της Πράξης 1975/75) Ο λύγκας στην Ελλάδα επίσης προστατεύεται από της Συμβάσεις της Βέρνης και CITES .

Αν και η δασική κάλυψη αυξάνεται, η διαθεσιμότητα φυσική λείας παραμένει φτωχή, στις περιοχές εκείνες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βιότοπο του λύγκα. Αγρία θηράματα όπως το κόκκινο ελάφι , το ζαρκάδι, το αγριόγιδο είτε έχουν  εξαφανισθεί, είτε οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί σημαντικά εξαιτίας της λαθροθηρίας είτε υπάρχουν σε μικρούς απομονωμένους πληθυσμούς. Σε ό,τι αφορά άλλα είδη θηραμάτων (λαγός, αγριόγαλος, πέρδικα),  αν και έχουν ευρεία κατανομή, η πυκνότητα του πληθυσμού τους είναι είτε χαμηλή είτε άγνωστη.

Έτσι τις σημαντικότερες απειλές για την επιβίωση του λύγκα αποτελούν το πυκνό δασικό οδικό δίκτυο που υπάρχει (κατάτμηση βιοτόπου), αλλά και οι μεγάλες υπερβάσεις που γίνονται στις υλοτομίες στα καλύτερα σημεία του δάσους και τέλος η όχληση που προκύπτει από το κυνήγι και τη λαθροθηρία (http://www.callisto.gr/lygas.php).

 

Πηγές φωτογραφιών

http://it.wikipedia.org/wiki/Tichodroma_muraria

http://www.monasteriopiedra.com/default.aspx?info=0000D4

http://www.lakkasouliou.gr/images/stories/images/ALOGA/ALOGA%207_l.jpg

http://www.ofep.gr/presentation.htm

http://www.arkive.org/species/ARK/mammals/Neomys_fodiens/ARK015324.html

http://www.arkive.org/species/ARK/mammals/Neomys_fodiens/ARK015329.html

http://www.mani.org.gr/panida/ligkas/ligx.jpg


[1] Με τη βελανιδιά, τη δρυ, συνδέεται στενά ο δρυοκολάπτης, μικρό πτηνό που το κτύπημα του ράμφους του στον κορμό της δρυός αντηχεί χαρακτηριστικά μέσα στο δάσος. Η δρυς, σαν δέντρο που συχνότερα από τα άλλα πλήττεται από τον κεραυνό, ήταν ιερό δένδρο του θεού του ουρανού και του κεραυνού· κι ο δρυοκολάπτης («αυτός που κτυπά τη δρυ»), με το φλόγινο χρώμα του φτερώματός του και με τον κτύπο του ράμφους του, έγινε το πτηνό μιμητής ή ταυτοσημεία του θεού του κεραυνού (Παπαθανασίου, 2003)