Προβλήματα – Ανάγκες
της ευρύτερης περιοχής του Νομού Ιωαννίνων
Οι ορεινές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων εμφανίζουν χαρακτηριστικά προβλήματα χωρικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, τα κυριότερα από τα οποία αφορούν στην πλειοψηφία των ορεινών οικισμών της Ηπείρου, αλλά και της Ελλάδας. Τα συνηθέστερα από αυτά είναι η σταδιακή εγκατάλειψη των ορεινών χωριών, αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης από τη δεκαετία του ’70 και μετά, οι βασικές ελλείψεις σε έργα υποδομής, υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, η σημαντική περιβαλλοντική υποβάθμιση (ρύπανση ποταμών και λιμνών, αποψίλωση δασικών εκτάσεων, κ.λ.π.) και οι εν δυνάμει κίνδυνοι εξαιτίας του αναπτυσσόμενου ορεινού τουρισμού.
Α. ΧΩΡΟΣ
Χωροταξικός Σχεδιασμός
Η νομική βάση για την άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού, στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε με το Σύνταγμα του 1975. Μέχρι τότε η χωροταξία ήταν ανύπαρκτη, αλλά και έκτοτε δεν έχει ασκηθεί συστηματικά και ολοκληρωμένα. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρατική παρέμβαση στο σχεδιασμό του χώρου αυτή γίνεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, με κριτήρια οικονομικά (οικονομικός προγραμματισμός και περιφερειακή ανάπτυξη).
Οι ορεινές περιοχές εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κοινωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά και πολιτισμικά, τα οποία θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη σε οποιαδήποτε διαδικασία σύστασης χωροταξικού σχεδίου. Σκοπός εξάλλου του χωροταξικού σχεδιασμού οφείλει να είναι η ισόρροπη ανάπτυξη κέντρου και περιφέρειας, κάτι το οποίο δεν μπορεί να εξασφαλίσει η μονοδιάστατη οικονομική προσέγγιση.
Απόρροια της έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού και ειδικότερα ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδίου για τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, είναι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, σε βάρος συνήθως, του φυσικού περιβάλλοντος.
Η απουσία θεσμοθετημένων χρήσεων γης (αναγκαία ακόμη και στις πιο απρόσιτες ορεινές περιοχές) συμβάλει ουσιαστικά στην αυθαίρετη και ατιμώρητη καταπάτησή τους. Οι εμπρησμοί που οδηγούν στην εξαφάνιση εκατομμυρίων εκτάσεων δασικής γης, αποτελούν απτή απόδειξη. Στον ορεινό όγκο του Γράμμου (νομός Ιωαννίνων και νομός Καστοριάς) κάηκε ένας από τους πολυτιμότερους ελληνικούς δρυμούς με εξαιρετικά σπάνια είδη πανίδας και χλωρίδας. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν σχέδια για μελλοντική «ανάπτυξη» τουριστικών δραστηριοτήτων (χιονοδρομικός τουρισμός) σε τμήμα των καμένων εκτάσεων. Η απουσία νομικού πλαισίου προστασίας της περιοχής και αυστηρής χωροθέτησης χρήσεων, προφανώς λειτουργεί καταλυτικά στην καταστροφή του φυσικού πλούτου. Πολλές δασικές περιοχές της Ηπείρου και ειδικά του νομού Ιωαννίνων και Άρτας έχουν καεί τα τελευταία χρόνια. Τα σχέδια για την ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων και η ανάγκη για δημιουργία βοσκοτόπων, μοιάζουν να αποτελούν βασικές αιτίες αρκετών πυρκαγιών.
Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι και οικονομικά αδύναμοι, στερούνται περισσότερο από κάθε άλλο, την απώλεια του φυσικού περιβάλλοντος. Οι ορεινοί πολιτισμοί είναι δεμένοι με τη φύση – με τη γη και τα δάση. Είναι πολιτισμοί του ξύλου, των αμπελιών, της κτηνοτροφίας και της πέτρας. Αφανισμός δασικών και οικιστικών εκτάσεων σημαίνει αφανισμό των καλλιεργειών, των φυσικών πηγών, των παραδοσιακών σπιτιών. Σημαίνει το σταδιακό χαμό των ορεινών πολιτισμών. Όταν και οι ελάχιστοι ηλικιωμένοι κάτοικοι αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα καμένα ορεινά χωριά τους, τι μένει;
Κι αν διαλέξουν να μείνουν θα γίνουν υπάλληλοι, προκειμένου να επιβιώσουν, των μελλοντικών ξενοδοχο-ιδιοκτητών και μαγαλο-επιχειρηματιών, οι οποίοι θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν κάθε σπιθαμή καμένης γης – στο όνομα πάντα της «ανάπτυξης». Μιας ανάπτυξης στημένης σε ένα πλαστό σκηνικό που σε τίποτα δε θα θυμίζει τους πολιτισμούς που κάποτε γεννήθηκαν στον τόπο εκείνο.
Η ορεινή Ηλεία και Εύβοια αποτελούν τα πιο πρόσφατα παραδείγματα μιας τέτοιας ανάπτυξης.
Β. ΚΟΙΝΩΝΙΑ
1. Εγκατάλειψη ορεινών περιοχών
Η σταδιακή ερήμωση των ορεινών περιοχών της Ελλάδας παρατηρείται τη δεκαετία του ’60 και ’70 κυρίως, οπότε οι δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ωθούν τους ορεσίβιους να αναζητήσουν εργασία σε μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις. Στα χωριά μένουν συνήθως οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι δύσκολα εγκαταλείπουν τον τρόπο ζωής τους και τον τόπο τους. Το αποτέλεσμα είναι, σήμερα, στην πλειοψηφία τους τα ορεινά χωριά να είναι σχεδόν έρημα – λιγότερο η περισσότερο, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις.
Η εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών σημαίνει την εγκατάλειψη του ορεινού πολιτισμού, με ότι αυτό συνεπάγεται. Εγκατάλειψη των παραδοσιακών τρόπων καλλιέργειας της γης, του παραδοσιακού τρόπου ζωής (έθιμα, ασχολίες, τέχνες, κ.λ.π.) και κατ’ επέκταση των όσων έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος στη μακρόχρονη διαβίωσή του στην ορεινή φύση. Ο σύγχρονος άνθρωπος επιστρέφει στον ορεινό χώρο, κυρίως ως τουρίστας (εποχιακή κατοίκηση). Ο Νομός Ιωαννίνων είναι ο πλέον ανεπτυγμένος της Ηπείρου, ωστόσο λίγες ορεινές περιοχές του συγκρατούν μόνιμο πληθυσμό και συνήθως γειτνιάζουν με κάποια μικρή ή μεγάλη πόλη. Το Μέτσοβο και η Κόνιτσα αποτελούν δύο τέτοια παραδείγματα, ενώ τα Ζαγοροχώρια έχουν μετατραπεί σε ένα δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Η πλειοψηφία των πιο απομονωμένων χωριών του νομού έχει σχεδόν ερημώσει και ξαναζωντανεύει για μικρό χρονικό διάστημα, κάθε χρόνο (πανηγύρια, γιορτές).
Η επιστροφή μόνιμου πληθυσμού στα ορεινά χωριά και κυρίως νέων ανθρώπων, ικανών να εξασφαλίσουν ένα ζωντανό μέλλον, είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση στην προσπάθεια ανάπτυξης του ελληνικού ορεινού χώρου.
2. Έλλειψη νέων γυναικών
Η πλειοψηφία των ορεινών χωριών χαρακτηρίζεται από έντονη έλλειψη νέων γυναικών. Συγκεκριμένα, όσο πιο ορεινή και απομακρυσμένη είναι μια περιοχή τόσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα. Πολλές γυναίκες, ιδιαίτερα οι νέες και οι μορφωμένες, εγκαταλείπουν τα χωριά τους σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στα αστικά κέντρα της χώρας μας, ενώ αυτές που παραμένουν, για οικογενειακούς κυρίως λόγους, ουσιαστικά αποκλείονται από την αγορά εργασίας.
Μια από τις δυσμενείς συνέπειες της φυγής των νέων γυναικών είναι η ανατροπή της αριθμητικής ισορροπίας μεταξύ ανδρών και γυναικών (ιδιαίτερα σε ορεινά απομονωμένα χωριά) με επακόλουθη τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο αρσενικός πληθυσμός να βρει ταίρι. Το ότι οι γυναίκες φεύγουν από τα ορεινά χωριά αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που θα κρίνει αν θα κρατηθούν ή όχι ζωντανά τα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Βέβαια η λύση δεν είναι να πείσουμε τις γυναίκες να δεχθούν να ζήσουν την δύσκολη ζωή της υπαίθρου αλλά να αλλάξουν, προς το καλύτερο, οι συνθήκες ζωής στην ορεινή Ελλάδα και να γίνουν αν όχι ελκυστικές τουλάχιστον ανεκτές, τόσο για τις γυναίκες, όσο και για τους άνδρες. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι γυναίκες της υπαίθρου αποτελούν ένα ισχυρό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και ένα σημαντικό αλλά αναξιοποίητο δυναμικό και ότι αν τους δοθεί η ευκαιρία μπορούν να συμβάλουν με την εργασία τους πολύ θετικά στο ξαναζωντάνεμα των ορεινών χωριών, στην βελτίωση της οικονομικής θέσης των αγροτικών πληθυσμών και στην αναστροφή της τάσης εγκατάλειψης των ορεινών περιοχών.
3. Ελλιπής υγειονομική περίθαλψη
Ένας παράγοντας αρκετά σημαντικός για τον οποίο παρατηρείται μετακίνηση του πληθυσμού από τις ορεινές περιοχές στα αστικά κέντρα, τις περισσότερες φορές όταν συντρέχει συγκεκριμένος και μακροχρόνιος λόγος υγείας, είναι η ελλιπής, προβληματική ή ακόμα και η απουσία της υγειονομικής περίθαλψης στις ορεινές περιοχές.
Χρόνια τώρα γίνονται εκκλήσεις από τους πολίτες και τις αρχές της περιφέρειας Ηπείρου προς το αρμόδιο υπουργείο για την βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, εργαστηριακών εξοπλισμών και κτιριακών υποδομών υγείας. Πρόσφατα μάλιστα, 04.01.08 έγινε έκκληση προς τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής πρόνοιας καθώς:
1. Καθυστερεί απαράδεκτα η κάλυψη των θέσεων αγροτικών ιατρών στο σύνολο των περιφερειακών ιατρείων. Στην καλύτερη περίπτωση ο χρόνος αυτός διαρκεί τρεις μήνες και φτάνει έως και εννέα ολόκληρους μήνες. Το λυπηρό αυτό γεγονός βιώνουν, οι κάτοικοι του Νομού Ιωαννίνων και όχι μόνο.
2. Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών στερούνται ως εκ τούτου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι αγροτικοί ιατροί κάνουν να επισκεφθούν τα ορεινά χωριά του νομού Ιωαννίνων ολόκληρους μήνες. Οι αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των μονίμων κατοίκων των περιοχών αυτών, ηλικιωμένων ή μη, είναι ήδη ορατές.
3. Τα Κέντρα Υγείας αγροτικού τύπου, στο χώρο ευθύνης των οποίων ανήκουν τα περιφερειακά ιατρεία, λόγω έλλειψης ιατρικού προσωπικού αντιμετωπίζουν έντονα λειτουργικά προβλήματα, με κυριότερο την κάλυψη των εφημεριών. Οι επιπτώσεις στην ποιότητα παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στις απομακρυσμένες περιοχές της Ηπείρου είναι αυτονόητες.
Πέραν όλων αυτών, τα προβλήματα οξύνονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το σύνολο των Κέντρων Υγείας του Νομού Ιωαννίνων αντιμετωπίζει ελλείψεις προηγμένου εργαστηριακού εξοπλισμού, ασθενοφόρων, έχει έντονες ελλείψεις και στις περισσότερες περιπτώσεις μη εξειδικευμένο και όχι κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, ενώ οι περισσότερες κτιριακές εγκαταστάσεις είναι προβληματικές κα. Παρόλα αυτά, αισιόδοξο είναι το γεγονός ότι ειδικά το Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων –παρά τις δυσκολίες- είναι ένα από τα πιο σύγχρονα και καινούργια νοσοκομεία της Ελλάδας.
Το θέμα στο οποίο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και αφορά στην υγεία είναι η διαθεσιμότητα ασθενοφόρων του ΕΚΑΒ (σύνολο για τον νομό Ιωαννίνων 14 ασθενοφόρα) στις ορεινές περιοχές. Η έγκαιρη αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών και η ασφάλεια για τη ζωή άλλα και – αν θέλουμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα - οι υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής, όπως για παράδειγμα η εξασφάλιση πλήρως εξοπλισμένων κινητών μονάδων που θα μπορούν να επισκέπτονται απομακρυσμένα ορεινά χωριά και θα προσφέρουν υπηρεσίες, είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για τη συγκράτηση του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές όχι μόνο της Ηπείρου, αλλά και γενικότερα.
Επίσης, η επένδυση σε νέες τεχνολογίες (π.χ τηλεϊατρική) θα βοηθήσουν στον σταδιακό περιορισμό των προβλημάτων σε θέματα υγείας των κατοίκων των ορεινών περιοχών της Ηπείρου. Θετικό παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί το δίκτυο EPIRUS–NET, το οποίο λειτουργεί από το 2000. Είναι ένα δίκτυο Τηλε-ιατρικής και Τηλε-εργασίας, το οποίο ανήκει στην Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ηπείρου και αναπτύσσεται σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Βασικός κορμός του δικτύου είναι τα Ιωάννινα, η Άρτα, η Πρέβεζα και οι Φιλιάτες (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο (Γ.Ν.) Ιωαννίνων, Γ.Ν.«Χατζηκώστα», Γ.Ν. Πρέβεζας, ΓΝ Άρτας, ΚΥ Μετσόβου) με προοπτική επέκτασης σε όλη την Ήπειρο, τη Λευκάδα και την Αιτωλοακαρνανία.
(http://2tee-n-smyrn.att.sch.gr/telemed.files/telemed.htm#epirus-net, http://medlab.cs.uoi.gr/epirusnet.asp)
Από την άλλη ένα - λεπτό- ζήτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί λύση και παρατηρείται κυρίως στις απομακρυσμένες περιοχές είναι η διαφορά στο επίπεδο της εκπαίδευσης των – ειδικευόμενων- γιατρών δεδομένου ότι άλλη είναι η εμπειρία, οι ευκαιρίες και η γνώση που αποκτάται σε ένα Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και διαφορετική σε ένα νοσοκομείο του κέντρου ή μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Απαιτείται άρα αναδιοργάνωση του συστήματος και μηχανισμοί και πολιτικές τέτοιες που να εξασφαλίζουν ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των γιατρών είναι ίδιο και ανεξάρτητο από το φορέα ο οποίος το παρέχει.
4. Αναπτυξιακά προγράμματα
Σε όλα τα προγράμματα που έχουν κατά καιρούς εφαρμοστεί και εφαρμόζονται στην Ήπειρο (EQUAL, LEADER+, Ο.Π.Α.Α.Χ., INTERREG) τονίζεται ως τελικός στόχος και προϋπόθεση εξασφάλισης ικανοποιητικού επιπέδου ζωής, η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής/περιφέρειας. Στο όνομα προγραμμάτων «Ολοκληρωμένης, Αειφόρου Ανάπτυξης της ορεινής- μειονεκτικής Ηπείρου» δίνεται έμφαση σε θέματα άρσης της απομόνωσης της περιοχής, καταπολέμησης της ανεργίας, συγκράτησης του ντόπιου ενεργού πληθυσμού στην ύπαιθρο, διατήρησης και προστασίας των φυσικών και πολιτισμικών διαθεσίμων, ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας των γυναικών και των νέων, κ.α.. Δίνεται έμφαση με άλλα λόγια σε ζητήματα-προβλήματα της περιφέρειας Ηπείρου τα οποία είναι και υπαρκτά και κρίσιμα. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που μόνος και κύριος προσανατολισμός των προγραμμάτων αυτών είναι η οικονομική ανάπτυξη και η εισοδηματική ενίσχυση των περιφερειών, γεγονός που δημιουργεί εξαρτήσεις. Η μονομέρεια αυτή αποτελεί πρόβλημα διότι, «η ανάπτυξη, είτε θα είναι ολοκληρωμένη, δηλαδή ταυτόχρονα οικονομική, κοινωνική, τεχνική/τεχνολογική, πολιτική και πολιτισμική, σε διαλεκτική αρμονία και με σεβασμό στο συγκεκριμένο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, του οποίου μέρος είναι ο άνθρωπος, ή δεν θα υπάρχει καθόλου (Ρόκος 1963, 1964, 1967, 1970, 1972, 1975, 1977, 1980, 1986, 1988,1993, 1994, 1995, 1998). Θεωρείται, για παράδειγμα, μειονέκτημα ο προσανατολισμός με βάση τα έργα μικρής κλίμακας τα οποία αξιοποιώντας όλη την τρέχουσα τεχνογνωσία και τεχνολογία μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες, να σεβαστούν το τοπικό φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα μιας ορεινής περιοχής με γνώμονα την αρχή «Think globally, act locally” (Σκέψου παγκόσμια, δράσε στον τόπο σου) και με μια εκ των κάτω αντίληψη. Αντίληψη, η οποία συνυπολογίζει τις πραγματικές ανάγκες του τόπου, τις πραγματικές δυσκολίες στην επιβίωση, τις δυνατότητες και τους αντικειμενικούς περιορισμούς του ορεινού τοπίου, και όχι τις επίπλαστες ανάγκες που προσπαθούν να δημιουργήσουν με βάση τη φυσική και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα άλλων περιοχών ή με βάση τα ενιαία σχέδια και προγράμματα π.χ. αγροτικής ανάπτυξης σε εθνικό ή υπερεθνικό (Ευρωπαϊκή Ένωση) επίπεδο (Ρόκος, 2001). Απαιτείται μια νοοτροπία στα αναπτυξιακά προγράμματα που να «αφουγκράζεται» τα προβλήματα και να ενσωματώνει τις ιδέες, τις απόψεις, τις βλέψεις των ίδιων των κατοίκων των ορεινών περιοχών για τον τόπο τους. Η ανάγκη όμως αυτής της πολυσήμαντης διαλεκτικής αρμονίας, συμμετρίας και ισορροπίας στη διαδικασία ολοκλήρωσης του «οικονομικού» με το «κοινωνικό», το «πολιτικό» και το «πολιτισμικό», με την κατάλληλη και σε αρμονία με τη φύση, τις παραδόσεις αλλά και τις προόδους της επιστήμης και τεχνικής τεχνολογία σε κάθε σχέδιο και πρόγραμμα ανάπτυξης, δεν είναι δυστυχώς ακόμη ευρέως κατανοητή και παραδεκτή σήμερα (Ρόκος, 2004).
Γ. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
1. ΧΑΔΑ - ΧΥΤΑ
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η ύπαρξη παράνομων Χώρων Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων (ΧΑΔΑ). Το πρόβλημα είναι υπαρκτό όχι μόνο στην περιφέρεια Ηπείρου αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα και βάσει νομοθεσίας- κοινοτικής και εθνικής- θα πρέπει η χώρα μέχρι το τέλος του 2008 να κλείσει όλους τους ΧΑΔΑ και να κατασκευάσει 56 νέους οργανωμένους Χώρους Υγειονομικής Ταφής. Η κατάσταση είναι απογοητευτική, καθώς σύμφωνα με στοιχεία (Μάιος 2005) της αρμόδιας Επιτροπής του ΥΠΕΧΩΔΕ που είχε ως αποστολή να καταγράψει και να κατατάξει σε κατηγορίες τους ΧΑΔΑ, ο συνολικός αριθμός ανέρχεται σε 2626 από τους οποίους οι 1426 είναι ενεργοί. Άλλες πηγές αναφέρουν πως στην πραγματικότητα, υπάρχουν διάσπαρτες στην επικράτεια 3.066 ανεξέλεγκτες χωματερές, συνολικής έκτασης πάνω από 40.000 στρέμματα. Πολλές από αυτές εμφανίζονται στους επίσημους υπολογισμούς ως ανενεργές, αλλά δεν είναι, καθώς «χρησιμοποιούνται» για ρήψη μπάζων, πετρελαιοειδών και άλλων αποβλήτων. Για τις ανεξέλεγκτες χωματερές που θα παραμείνουν ανοιχτές από 01-01-2009, η χώρα θα πρέπει να πληρώνει 34.000 ευρώ (για την κάθε μία) ημερησίως στην Ε.Ε. (Χατζηιωαννιδου Ε., 2008). Στην Ήπειρο λειτουργούσαν 265 ΧΑΔΑ. Ύστερα από τις πρωτοβουλίες της Περιφέρειας και σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση 101 χωματερές έχουν ήδη αποκατασταθεί, 139 είναι σε φάση αποκατάστασης και 25 θα παραμείνουν σε λειτουργία μέχρι την ολοκλήρωση των ΧΥΤΑ. (www.epirus.gov.gr/news/dt/2008/dt1205.doc).
Πολλές φορές οι ΧΑΔΑ βρίσκονται πολύ κοντά σε ρέματα και δάση με κίνδυνο ρύπανσης του εδάφους, των επιφανειακών αλλά και των υπόγειων υδάτων ενώ υπάρχει σοβαρός κίνδυνος και για την υγειά των κατοίκων που ζουν σε οικισμούς κοντά στα σημεία απόρριψης. Επιπλέον οι χώροι αυτοί αποτελούν πόλο έλξης της άγριας πανίδας που προσαρμόζεται τελικά σε κατώτερης ποιότητας και ανθρωπογενούς προέλευσης τροφή.
Συγκεκριμένα για την Ήπειρο 12% των ΧΑΔΑ βρίσκονται σε απόσταση≤100 μ από ρέμα μόνιμης ροής και 39% σε απόσταση≤100 μ από δάσος. (ΥΠΕΧΩΔΕ, 2005). Για το νομό Ιωαννίνων οι ΧΑΔΑ είναι 134:
Νομός Ιωαννίνων (134): Δήμοι Αγ. Δημητρίου (οκτώ), Ανατ. Ζαγορίου (δώδεκα), Ανω Καλαμά (μία), Ανω Πωγωνίου (οκτώ), Δελβινακίου (τρεις), Λάκκας Σουλίου (πέντε), Διστράτου (μία), Δωδώνης (τέσσερις), Εγνατίας (τρεις), Εκάλης (έξι), Ευρυμενών (πέντε), Ζίτσας (επτά), Ιωαννιτών (τέσσερις), Κοιν. Λάβδανης (οκτώ), Καλπακίου (έξι), Κεντρικού Ζαγορίου (δώδεκα), Κοιν. Αετομηλίτσας (μία), Κοιν. Βοβούσης (μία), Κοιν. Καλαριτών (μία), Κοιν. Παπίγκου (μία), Κοιν. Φούρκας (μία), Κοιν. Βαθυπέδου (μία), Κόνιτσας (μία), Μαστοροχωρίων (πέντε), Κοιν. Ματσουκίου (μία), Μετσόβου (δύο), Κοιν. Μηλέας (μία), Μολοσσών (δώδεκα), Πασσαρώνος (πέντε), Περάματος (τρεις), Πραμάντων (μία), Κοιν. Πωγωνιανής (μία), Σελλών (δύο), Κοιν. Συρράκου (μία). (Χατζηιωαννίδου, 2007).
Σήμερα στη χώρα λειτουργούν 45 Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων, που καλύπτουν το 60% των αναγκών εξυπηρετώντας 318 δήμους, ενώ σε φάση υλοποίησης βρίσκονται 56 νέοι ΧΥΤΑ (18 εκ των οποίων είναι επεκτάσεις) που θα καλύψουν τις ανάγκες 670 δήμων. Κοινή διαπίστωση είναι πως τα περισσότερα έργα κατασκευής ΧΥΤΑ σε αυτή τη φάση έχουν μεγάλα προβλήματα υλοποίησης, όχι για λόγους οικονομικούς, αλλά καθαρά κοινωνικούς, καθώς οι αντιδράσεις πολιτών είναι μεγάλες. Πρόκειται για τις συνήθεις αντιδράσεις των πολιτών -σύνδρομο Not In My Back Yard: NIMBY- όχι μόνο σε θέματα χωροθέτησης ΧΥΤΑ αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο τεχνικό έργο, με πιθανές συνέπειες στο περιβάλλον π.χ. οδικοί άξονες, φράγματα κλπ.
Σημαντικό πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό για την περιφέρεια Ιωαννίνων είναι το θέμα της χωροθέτησης του ΧΥΤΑ (προτεινόμενη περιοχή Δήμος Κατσανοχωρίων, περιοχή Άγιος Νικόλαος Αετορράχης). Και σε αυτήν την περίπτωση υπήρξαν διαμαρτυρίες από την πλευρά των κατοίκων και των τοπικών αρχών- χωρίς όμως τεκμηριωμένους λόγους διαφωνίας- ενώ η χρονική πίεση ολοκλήρωσης του έργου μέχρι το τέλος του 2008 είναι μεγάλη (στο πλαίσιο της παράτασης του Γ΄ΚΠΣ για ένα χρόνο), ώστε να μην υπάρξει περικοπή του από την ευρωπαϊκή ένωση. Ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να ξεπεραστούν, τα πρακτικά (τεχνικά, γραφειοκρατικά κ.α.) προβλήματα αλλά και τα προβλήματα νοοτροπίας και να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των εμπλεκομένων μερών ώστε να αμβλυνθούν κατά βέλτιστο τρόπο οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον από την κατασκευή τέτοιων ζωτικής σημασίας τεχνικών έργων. Θετικό παράδειγμα εφαρμογής τέτοιας «πολιτικής» είναι η περίπτωση των 13 δίδυμων σηράγγων της Εγνατίας στην περιοχή της Πίνδου. Με παρέμβαση του Αρκτούρου, πάρθηκαν μια σειρά μέτρων βελτίωσης της διαπερατότητας του αυτοκινητόδρομου από την πανίδα και άμβλυνσης των επιπτώσεων από την κατασκευή ενός τόσο μεγάλου έργου.
Κρίνεται λοιπόν για άλλη μια φορά απαραίτητη η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας- αλλά και των στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης- με ορθή και εμπεριστατωμένη και όχι αποσπασματική και αντιεπιστημονική ενημέρωση και γνώση. Βεβαίως, υπάρχουν και θετικά παραδείγματα περιοχών στις οποίες έγινε η χωροθέτηση του ΧΥΤΑ και η υλοποίηση του έργου ήταν άμεση και χωρίς προβλήματα, όπως στην περίπτωση του ΧΥΤΑ της Βόρειας Διαχειριστικής Ενότητας Ευβοίας (εξυπηρετεί 7 δήμους) όπου μέσα σε ένα χρόνο (2006-2007) ολοκληρώθηκε το έργο. Το «κλειδί» στην περίπτωση αυτή ήταν η διαρκής και ενδελεχής ενημέρωση των πολιτών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμμετοχή και συμβολή του κοινού για τα θέματα των επιπτώσεων στο περιβάλλον από έργα πριν την υλοποίησή τους, συνιστά μια δημοκρατική αλλά και σημαντική προληπτική διαδικασία προς την κατεύθυνση της συν-ευθύνης διαχείρισης του περιβάλλοντος. (Έκθεση Περιβάλλον 2000-2006). Εξάλλου μόνο όταν κάποιος συμμετέχει ενεργά σε κάτι και μετέχει στις αποφάσεις για την υλοποίησή του μπορεί και να το βελτιώσει και να είναι συνεπής στην υποχρέωση εφαρμογής του.
2. Επιφανειακά – Υπόγεια Ύδατα
2.1 Επιφανειακά ύδατα
Τα επιφανειακά νερά στην περιοχή της Πίνδου, αλλά και ολόκληρης της Ηπείρου, εκτός από τις παράκτιες περιοχές, θεωρούνται από τα καθαρότερα στην Ευρώπη. (Γεωργιοπούλου,2007). Παρόλα αυτά, από μετρήσεις φυσικοχημικών υδατικών παραμέτρων που έχουν γίνει κατά καιρούς από πανεπιστημιακά ιδρύματα (ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), έχουν προκύψει υψηλές τιμές, πολλές φορές και πάνω από τα επιτρεπόμενα από την Ε.Ε. όρια. Συγκεκριμένα ο ποταμός Καλαμάς, εκτιμάται ότι κινδυνεύει από τη ρύπανση σε όλο το μήκος του εξαιτίας των αστικών λυμάτων από το βιολογικό καθαρισμό των Ιωαννίνων, των αποβλήτων σφαγείων της περιοχής αλλά και υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Σε ό,τι αφορά τον Άραχθο, κινδυνεύει περισσότερο από ρύπανση σε σημεία που καταλήγουν τα νερά από τις πεδιάδες της Άρτας (π.χ. ανεπεξέργαστα απόβλητα φρουτοβιομηχανίας). Επίσης υψηλές τιμές φωσφόρου εμφανίζονται στη λίμνη Ιωαννίνων, σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν από το ΑΠΘ (Γεωργιοπούλου,2007). Ενώ και στον ποταμό Λούρο έχουν ανιχνευθεί υψηλές τιμές COD (Chemical Oxygen Demand - δείκτης για την οξείδωση που έχουν υποστεί τα στοιχεία που υπάρχουν στο νερό) και αμμωνίου, πιθανώς εξαιτίας των σφαγείων και χοιροστασίων της περιοχής (Χαραλαμπάκης, 2005). Επίσης οι μονάδες επεξεργασίας γάλακτος, αλλά και οι βιομηχανίες παραγωγής κρέατος, πουλερικών και κρεατοσκευασμάτων αποτελούν τις κυριότερες πηγές ρύπανσης, όταν τα λύματά τους χωρίς να έχουν υποστεί την απαιτούμενη επεξεργασία απορρίπτονται στα επιφανειακά ύδατα. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι υπάρχει άμεση ανάγκη προστασίας των ποιοτικών και ποσοτικών παραμέτρων του υδάτινου δυναμικού της περιοχής. Υπάρχει ανάγκη εντατικοποίησης των υδρογεωλογικών ερευνών, παρακολούθησης και συστηματικού ελέγχου των φυσικοχημικών υδατικών παραμέτρων ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα οι πηγές ανθρωπογενούς ρύπανσης- στο πλαίσιο της προληπτικής περιβαλλοντικής διάστασης-, ανάγκη περιορισμού ή/και αποφυγής χρήσης φυτοφαρμάκων προκειμένου να αποφεύγεται ρύπανση εξαιτίας της έκπλυσής τους στο έδαφος, της επιφανειακής ή/και της υπόγειας απορροής, ανάγκη δημιουργία μονάδων επεξεργασίας λυμάτων- όπως προβλέπει η νομοθεσία κ.α.
2.2 Υπόγεια Ύδατα
Αν και τα νερά των ορεινών περιοχών θεωρούνται περισσότερο προστατευμένα, σε σύγκριση με τις πεδινές ή παραθαλάσσιες περιοχές, εντούτοις μπορούν να απειληθούν από ρύπανση π.χ. μεταφορά ρύπων από την επιφάνεια στα υπόγεια νερά σε περιοχές με διαρρηγμένα και αποκαρστωμένα πετρώματα στη λεκάνη Ιωαννίνων (Μπιζανίου, Μπενίκοβας, Αυγού, Μπάφρας, Πεδινής, Ασβεστοχωρίου, Νεγράδων, Ασπραγγέλων κλπ.). (Κουμαντάκης, 2007). Τα υψηλά ποσοστά βροχόπτωσης και χιονόπτωσης της περιοχής, τροφοδοτούν τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα διαμορφώνοντας υψηλής ποιότητας ταμιευτήρες, το δυναμικό των οποίων παραμένει ανεκμετάλλευτο, ιδιαίτερα την υγρή περίοδο. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να υπάρξουν προοπτικές αξιοποίησης και ορθολογικής διαχείρισης των υπόγειων υδροφορέων, όπως η δημιουργία μονάδας εμφιάλωσης νερού υψηλής ποιότητας, η κατασκευή μικρών υδροηλεκτρικών μονάδων, αποφεύγοντας φυσικά τις αρνητικές επιπτώσεις της υπερεκμετάλλευσης και κάνοντας επιλογές που δεν διαταράσσουν την ευαίσθητη ισορροπία του ορεινού περιβάλλοντος.
3. Προστασία άγριας πανίδας
Η προσέγγιση ειδών άγριας πανίδας (π.χ. Λύκος, Καφέ αρκούδα) σε κατοικημένες περιοχές, όταν από ανθρωπογενείς ή άλλες αιτίες αδυνατούν να βρουν τροφή στους φυσικούς τους οικοτόπους, πολλές φορές οδηγεί στην άμεση θανάτωση των ειδών από λαθροθήρες ή και από παραγωγούς, κτηνοτρόφους που έχουν υποστεί ζημιές και καταστροφές. Προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο αυτό υπάρχει ανάγκη για λήψη αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, κάτι το όποιο έχει πολλές φορές προταθεί από Μ.ΚΟ. και ως ένα βαθμό υιοθετηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (αποζημιώσεις από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων: ΕΛΓΑ), ενώ παράλληλα υπάρχει και ανάγκη ενημέρωσης των άμεσα θιγόμενων (κτηνοτρόφοι, καλλιεργητές, μελισσοκόμοι). Η ενημέρωση έχει να κάνει με τον οικολογικό ρόλο της άγριας πανίδας και τις αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον από την ανεξέλεγκτη μείωση του πληθυσμού των ειδών (π.χ. Μείωση πληθυσμού λύκωνà υπερπληθυσμός άγριων φυτοφάγωνà υπερβόσκηση δασικού υποορόφουà αναστολή φυσικής αναγέννησης δάσουςà πιθανή μείωση αναπαραγωγικής επιτυχίας των φυτοφάγων λόγω ελάττωσης της ποσότητας και ποιότητας της τροφής τουςà πιθανή αύξηση επιδημικών ασθενειών) αλλά και με τους πρακτικούς τρόπους προστασίας της περιουσίας των γεωργών και κτηνοτρόφων από καταστροφές. Τέτοια μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημιώσεων στους παραγωγούς των περιοχών αυτών προκειμένου να αφήνουν ασυγκόμιστο μέρος της παραγωγής τους, ώστε να εξασφαλίζεται τροφή για την άγρια πανίδα, την επιδότηση για ειδικές ηλεκτροφόρες περιφράξεις των μελισσιών, τη χορήγηση ποιμενικών σκύλων για την προστασία των κτηνοτροφικών μονάδων από επιθέσεις σαρκοφάγων ζώων κλπ.
4. Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου
Ελλιπής εμφανίζεται η λειτουργία του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Β. Πίνδου (Συγκρότηση: ΚΥΑ 125184/357 ΦΕΚ 126/Β/7-2-03) καθώς και η ενεργοποίηση των κατοίκων γύρω από την περιβαλλοντική- και όχι μόνο- σημασία του εθνικού πάρκου και των προστατευόμενων περιοχών γενικότερα, παρόλο που στο παρελθόν οι κάτοικοι της Πίνδου, στην προσπάθεια επιβίωσης τους, υπήρξαν ικανοί διαχειριστές του φυσικού πλούτου της περιοχής. Πολύ ενθαρρυντική είναι η προσπάθεια ευαισθητοποίησης και έμπρακτης, βιωματικής δραστηριοποίησης που γίνεται από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κόνιτσας αλλά και από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή (WWF, Αρκτούρος, Καλλιστώ) έτσι ώστε οι νέοι -ιδιαίτερα οι μαθητές- φαίνεται πως έχουν κατανοήσει τη μεγάλη σημασία της περιοχής και δείχνουν πλέον ενεργά το ενδιαφέρον τους.
Στο γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας των 27 Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, προωθούνται από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ σχέδια για την υποστήριξη, καλύτερη οργάνωση και αποτελεσματικότερη λειτουργία τους. Συγκεκριμένα πρόκειται για έργο συνολικού προϋπολογισμού 1,02 εκατ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον» (ΕΠΠΕΡ) και αναμένεται να ολοκληρωθεί σε χρονικό διάστημα 12 μηνών από την ημέρα υπογραφής της σχετικής σύμβασης. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: σύνταξη σχεδίων δράσης, για την επόπτευση και φύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, συστηματική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού. Οικονομικοτεχνική επεξεργασία του πλαισίου λειτουργίας, διαμόρφωση ενός εθνικού πλαισίου παρακολούθησης των περιοχών και σχεδιασμό δράσεων παρακολούθησης, τριετούς εφαρμογής, με παράλληλη οργάνωση και εγκατάσταση ενιαίας βάσης δεδομένων κ.α.
(http://www.naftemporiki.gr/news/static/07/06/19/1347712.htm ).
Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι ότι μόνο σε 11 από τους 27 αυτούς φορείς έχει ολοκληρωθεί η θεσμοθέτηση και κήρυξή τους, με συνέπεια σήμερα μόλις το 17% της έκτασης του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 να βρίσκεται υπό καθεστώς προστασίας. Παράλληλα παρατηρούνται προβλήματα που ξεκινούν από την έλλειψη συντονισμού των συναρμοδίων υπηρεσιών. Oι δέκα δρυμοί είχαν ιδρυθεί από τη Δασική Υπηρεσία (υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης), η οποία έχει ως και σήμερα την ευθύνη για τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των έργων. Τα δασαρχεία όμως ανήκουν πλέον στις περιφέρειες (υπουργείο Εσωτερικών), ενώ οι προστατευόμενες περιοχές αποτελούν αρμοδιότητα του ΥΠΕΧΩΔΕ (http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=815724).
Από όλα τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι ουσιαστικό πρόβλημα και βασική ανάγκη είναι, όχι απλά η χωρίς καθυστερήσεις θέσπιση και έγκριση λειτουργίας των φορέων διαχείρισης, αλλά η ουσιαστική εφαρμογή της λειτουργίας τους, με την εκπόνηση διαχειριστικού σχεδίου με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της κάθε προστατευόμενης περιοχής- εν προκειμένω της Β. Πίνδου- καθώς και ο συντονισμός των συναρμόδιων υπηρεσιών ή ακόμα καλύτερα η συγκέντρωση των εμπλεκόμενων υπηρεσιών σε μία ενιαία δομή. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτά απαιτούνται, αφενός η στελέχωση με κατάλληλα καταρτισμένο, εξειδικευμένο επιστημονικό ανθρώπινο δυναμικό αλλά και η παρουσία εθελοντών-μη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού-, οι οποίοι μετά από κατάλληλη εκπαίδευση μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη λειτουργία του φορέα. Αφετέρου, η παροχή κονδυλίων για εξασφάλιση σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής και η συνεργασία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας, τόσο με πανεπιστημιακά ιδρύματα όσο και με άλλους αντίστοιχους φορείς διαχείρισης της Βαλκανικής και της Μεσογείου, με μη κυβερνητικές οργανώσεις, με διεθνείς οργανισμούς και fora, με Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης κλπ. Ταυτόχρονα, απαραίτητη είναι η συνεχής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του τοπικού πληθυσμού, δεδομένου ότι είναι άμεσα εμπλεκόμενος και άρα άμεσα ενδιαφερόμενος, αλλά και η ενημέρωση-ευαισθητοποίηση-δραστηριοποίηση τόσο των εκπαιδευτικών όσο και του μαθητικού πληθυσμού μέσω της συνεχούς και συστηματικής εφαρμογής σεμιναρίων-προγραμμάτων κατάρτισης και προγραμμάτων περιβαλλοντικής αγωγής και εκπαίδευσης, αντίστοιχα, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία
Αλεξανδροπούλου Δ., Γιαννακίδου Χ., Κοτσεκίδου Α., Τζιρίτης Β. και Χαμακιώτη Ε., 2003. Η Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη του Νομού Ιωαννίνων, Εργασία στο πλαίσιο των απαιτήσεων του Δ.Π.Μ.Σ. «Περιβάλλον και Ανάπτυξη» του Ε.Μ.Π.
ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ, 2001. Προστατευόμενη Περιοχή Βόρειας Πίνδου. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον
Βασενχόφεν Λ. 2008. Εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός: Περιεχόμενο, διαδικασία και προγράμματα. Ημερίδα Νόμος και Φύση, 28/01/08.
Βραβορίτου Α., 2007. Ξεσηκωμός για τους ΧΥΤΑ. Ελευθεροτυπία: 4-10-2007
Γεωργιοπούλου Τ., 2007. «Η γεωγραφία της ρύπανσης των υδάτων μας. Στην Ήπειρο τα πιο καθαρά επιφανειακά νερά». Καθημερινή: 22-09-2007
Γιαννακούρου Τ., 2008. Το θεσμικό πλαίσιο για τον χωροταξικό σχεδιασμό στην Ελλάδα: Παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ημερίδα Νόμος και Φύση, 28/01/08.
Ζαμπέλης Χ., Γιαλύρη Θ., 2004. Ο χωροταξικός σχεδιασμός ως εργαλείο διαφοροποίησης και αναβάθμισης των ορεινών περιοχών του εθνικού χώρου και δημιουργίας νέας εταιρικής σχέσης πόλης – υπαίθρου. Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη στις ορεινές περιοχές. Θεωρία και πράξη. Πρακτικά του 3ου Διεπιστημονικού Διαπανεπιστημιακού Συνεδρίου του Ε.Μ.Π. για την προστασία και ανάπτυξη του ορεινού περιβάλλοντος και των τοπικών ευρωπαϊκών πολιτισμών, Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου: 7-10 Ιουνίου 2001.
Ηλιόπουλος Γ., 1998. «Λύκος στα όρια του αφανισμού». Ελληνική Φύση, Επτά Ημέρες Η Καθημερινή, Αθήνα.
Καλιαμπάκος Δ.. 200?. Το σύνδρομο Ν.Ι.Μ.Β.Υ. και η χαμένη τιμή της Ελληνικής Πολιτείας...
Κουμαντάκης Ι., 2007. Η αξιοποίηση των υπόγειων νερών των ορεινών ζωνών του Δήμου Μετσόβου. Η ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της Ηπείρου. Πρακτικά του 4ου Διεπιστημονικού Διαπανεπιστημιακού Συνεδρίου του Ε.Μ.Π. για την προστασία και ανάπτυξη του ορεινού περιβάλλοντος και των τοπικών ευρωπαϊκών πολιτισμών, Τόμος Β΄, Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου: 23-26 Σεπτεμβρίου 2004.
Μενουδάκος Κ., 2008. Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ημερίδα Νόμος και Φύση, 28/01/08.
ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ. Πορίσματα Συνεδρίου «Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΡΥΜΩΝ ΜΟΝΟΔΕΝΔΡΙ-ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ, 15/09/2000-17/09/2000
Περιφέρεια Ηπείρου, 2008. Δελτίο τύπου 15-1-2008. : http://www.epirus.gov.gr/index.html
ΤΕΕ, Σχέδιο Νόμου: Χωροταξικός Σχεδιασμός και Αειφόρος Ανάπτυξη. Αφιέρωμα ΤΕΕ, 10/05/99 : http://www.tee.gr/online/afieromata/1999/2050/pg005.shtml
ΥΠΕΧΩΔΕ, 2005. ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΕΧΩΔΕ. Προώθηση έργων αποκατάστασης Χώρων Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Αποβλήτων(ΧΑΔΑ)
ΥΠΕΧΩΔΕ, Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό. Σχέδιο Κ.Υ.Α.
ΥΠΕΧΩΔΕ, Πλαίσιο Εθνικών Κατευθύνσεων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Εθνικής Ανάπτυξης: http://www.minenv.gr
Χαραλαμπάκης Μ., 2005. SΟS για τα ηπειρώτικα ποτάμια. ΤΑ ΝΕΑ: 27-04-2005
Χατζηιωαννίδου Ε., 2007. Ελλάδα, η χώρα των 3.066 χωματερών. Καθημερινή: 2-12-2007
Διαδίκτυο
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100055_02/12/2007_250868
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=815724
http://www.naftemporiki.gr/news/static/07/06/19/1347712.htm
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=107&lang=1&catpid=6
http://www.survey.ntua.gr/main/studies/environ/keimena.html
http://www.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=04.10.2007,id=31907264