Η πυρόσβεση είναι αναμφισβήτητα μια τεχνολογική δραστηριότητα και με αυτή την έννοια την μελετούμε, σύμφωνα με τις τρέχουσες αντιλήψεις των μελετών του τεχνολογικού, όχι δηλαδή άπλα σαν μια συνιστώσα του κοινωνικού, άλλα σαν μια δραστηριότητα η οποία το συνδιαμορφώνει.
Δύο είναι τα σχετικά ρεύματα μελέτης του τεχνολογικού, η μέθοδος του δικτύου των δρώντων, η οποία συνυπολογίζει την δεδομένη υλικότητα, την φωτιά εν προκειμένω -δεν είναι ίδιες οι φωτιές στη Β. Ευρώπη και τη Μεσόγειο- τους ανθρώπους της κατάσβεσης -τους πυροσβέστες, δασικούς, εθελοντές, στρατιώτες- τα ειδικά σχετικά τεχνήματα της κατάσβεσης, τον τρόπο χρήσης τους στις δεδομένες συνθήκες και καταλήγει σε μια δομή του κοινωνικού, υστέρα από την απεικόνιση της συλλειτουργίας όλων αυτών των παραγόντων. Βγάζει δηλαδή αποτελέσματα για την κοινωνική δομή, από την συγκεκριμένη μελέτη ενός ευρύτατου δικτύου ετερογενών δρώντων. Αυτή η μέθοδος είναι αδύνατον να υλοποιηθεί στην ανακοίνωση και λόγω του χαρακτήρα της άλλα και των εγγενών δυσκολιών πρόσβασης στα δεδομένα.
Η άλλη μέθοδος της αναστοχαστικής προσέγγισης θεωρεί ότι το κοινωνικό, η Αττική εν προκείμενο, και η τεχνολογική πράξη, η πυρόσβεση, αλληλοκαθορίζονται ως διακριτές άλλα σχετικοποιημένες κατηγορίες δεν είναι κανένα από τα δυο απόλυτα δεδομένα, άλλα η ίδια η τεχνολογική πραγμάτωση δίνει συμπεράσματα για τον προσδιορισμό και των δύο. Η πυρόσβεση στην Πολωνία και την Αττική π.χ. δεν είναι ταυτόσημες πράξεις, ακόμη και με τα ίδια μέσα, όπως και οι δυο κοινωνίες δεν είναι ίδιες μετά την πυρκαγιά, χαρακτηριστικά των προϋπαρχόντων κοινωνιών μεταλλάσσονται. Αυτή η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί στις δυο πυρκαγιές της Αττικής, στην πιο απλή εκδοχή της μελέτης του δημόσιου λογού που αντανακλά την τεχνολογική πλευρά και την κοινωνική διαβούλευση. Η μελέτη νομιμοποιείται με τον ανθρωπολογικό της χαρακτήρα, με την έννοια μελέτης του ξένου -του άλλου- ,της πυρόσβεσης, για την οποία δεν έχουμε τεχνικές γνώσεις.
Όρια της μελέτης μας με αυτή την έννοια, είναι δυο εμβληματικά κείμενα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής του 1993 για το περιβάλλον και η έκθεση του επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης κ. Ρακιντζή του 2009, για την πυρκαγιά της Αττικής. Μελετήσαμε τον τύπο, εθνικό, τοπικό, ηλεκτρονικό, άτυπο, σε σχέση με τις δυο πυρκαγιές, τις θέσεις των κρατικών, κυβερνητικών, πολιτικών, συνδικαλιστικών, επιστημονικών φορέων και θα παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα μας.
Μακριά από εμάς ο διδακτισμός, η κομματική προπαγάνδα, η παραγνώριση του γεγονότος ότι πρέπει να ζούμε τις φωτιές και όχι να τις ξορκίζουμε. Ίσως όμως μας ξεφύγει μια πικρία για το δάσος που κάηκε 201 χρόνια μετά την τελευταία καταστροφή του .