ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ 
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, σελ. 713-744)


Η μετάλλαξη της αντιπροσώπευσης από πολιτικό σύστημα σε απλό θεσμό της δημοκρατίας, μεταβάλλει άρδην την πολιτειακή πυραμίδα. Στην πρώιμη ή συναγόμενη και πάντως εξωθεσμική αντιπροσώπευση είδαμε ότι η πολιτική συγκροτεί αυτόνομη, σταθερά όσο και κυρίαρχη πολιτειακή παράμετρο, προσαρτημένη στο κράτος. Η αρχή της διχοτομίας μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού υποδηλώνει πρωταρχικά ότι η κοινωνία προσλαμβάνεται βασικά ως «ιδιωτικός» χώρος και πάντως ότι συγκροτεί ένα στιγμιαίο πολιτειακό σώμα, αρμόδιο μόνο για τη νομιμοποίηση του φορέα της πολιτικής. Στο μέτρο επομένως που ο φορέας της πολιτικής νομιμοποιείται (ή έστω επιλέγεται) από το κοινωνικό σώμα αλλά δεν ελέγχεται από αυτό, διαφεύγει επίσης και από την αρμοδιότητα της πολιτειακής δικαιοσύνης. Η τελευταία υπόκειται, ως μέρος του κράτους, στην πολιτική εξουσία και, οπωσδήποτε, δεν διαθέτει την αναγκαία λαϊκή νομιμοποίηση ώστε να επιληφθεί της πολιτικής.
Στη δημοκρατία, η κατάλυση της αυτονομίας της πολιτικής, ως απόρροια της απορρόφησής της από το πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα, μεταβάλλει τους φορείς της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας σε «θεράποντές» του. Το κράτος δεν ενσαρκώνει πια το πολιτικό σύστημα, το οποίο ταυτίζεται με το δήμο. Οπότε και ο αντιπρόσωπος παύει να είναι φορέας της πολιτικής λειτουργίας, παρά μόνο στο μέτρο που αναλαμβάνει να εκπληρώσει μια συγκεκριμένη εισηγητικού ή εκτελεστικού χαρακτήρα αρμοδιότητα, όχι όμως και κυβερνητικό ή νομοθετικό έργο.
Κατά τούτο, ο εντολοδόχος της πολιτικής αρμοδιότητας, που στο μεταξύ αποβαίνει συνοδικός, ελέγχεται ως προς όλα, καθόλη τη διάρκεια της πολιτικής του λειτουργίας και βεβαίως απολογιστικά, δηλαδή ως προς την αξία των εισηγήσεών του, το αποτέλεσμα της δράσης του και, οπωσδήποτε, την αρμονία της με το κοινωνικώς βουλόμενο συμφέρον. Ο χρόνος της εντολής είναι περιορισμένος και απλώς ενδεικτικός, με την έννοια ότι υπόκειται στην άνευ όρων ανακλητική βούληση του εντολέως.
Ο Αριστοτέλης σε μια αποστροφή του επιστημονικού του λόγου επισημαίνει ότι το «πολιτικό έγκλημα» –η βλάβη που προκαλεί στο δικαιούχο της πολιτικής ο εντολοδόχος τουεπισύρει μεγαλύτερες ποινές στη δημοκρατία, αφού προκαλεί συλλογική βλάβη, εν αντιθέσει προς το «ιδιωτικό» έγκλημα που βλάπτει συνήθως μόνον το θύμα . Η επισήμανση αυτή θα λέγαμε ότι αποκτά καίρια σημασία εάν συνδυασθεί με το γεγονός ότι η «πολιτική ευθύνη» αρμόζει μόνον στον εντολοδόχο της πολιτικής ή στον έχοντα την πρωτοβουλία της αμφισβήτησης της πολιτικής, όχι όμως και στον «κύριον» της πολιτικής λειτουργίας, που εν προκειμένω είναι το κοινωνικό σώμα.
Ώστε, η θέση της δικαιοσύνης στο πολιτικό σύστημα και ως προς τα τρία επίπεδα που επικαλεσθήκαμε στην αρχή, καθορίζεται με αφετηρία τον νομέα ή κάτοχο της πολιτικής κυριαρχίας. Ο «κύριος» της πολιτικής κατέχει την εξελεγκτική ή δικαιοδοτική αρμοδιότητα, δεν υπόκειται σε αυτήν.